STIBIUM

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016
Πρώτη δημοσίευση περιοδικό ΕΡΕΔΩΜ, 4, Δεκέμβριος 2015

Εισαγωγή 
H εισιτήριος λέξις στον 28ο βαθμό του Ιππότου του Ηλίου είναι Stibium, το οποίο – αν και δεν εξηγείται στο ίδιο το κείμενο του τυπικού- σημαίνει αντιμόνιο.

Tο χημικό στοιχείο αντιμόνιο είναι στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο Sb (προερχόμενο προφανώς από τη λατινική λέξη stibium). Έχει ατομικό αριθμό 51 και ατομική μάζα 121,75 . Είναι εύθρυπτο μέταλλο, λευκού - γαλαζωπού χρώματος, με μεταλλική στιλπνότητα. Έχει θερμοκρασία τήξης 631 C° και θερμοκρασία βρασμού 1750 C°, ενώ έχει πυκνότητα 6,684 gr/cm3. Δεν επηρεάζεται από τον αέρα σε συνθήκες περιβάλλοντος, ενώ καίγεται παράγοντας φως και λευκό καπνό Sb2O3. Δεν είναι καλός αγωγός της θερμότητας και του ηλεκτρισμού. Έχει 2 σταθερά (121Sb και 123Sb) και 10 ραδιενεργά ισότοπα.

Οι ενώσεις του είναι τοξικές, λιγότερο όμως από τις αντίστοιχες ενώσεις του αρσενικού[1]. Μικρές ποσότητες ενώσεων του αντιμονίου προκαλούν εμετό, ιδιότητα γνωστή από τους αρχαίους χρόνους και το τρυγικό καλιοαντιμονύλιο (υδατοδιαλυτό σύμπλοκο τρυγικό άλας K-Sb) ονομάζεται «εμετική τρυγία»[2] ή «ταρταρικό αντιμόνιο» (antimonium tartaricum). Πασίγνωστο είναι το σφαιρίδιο αντιμονίου, που οι αρχαίοι Ρωμαίοι άφηναν σε ένα ποτήρι με κρασί για να προκύψει ένα εμετικό ποτό (σχηματιζόταν το σύμπλοκο τρυγικών-αντιμονίου), ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν τη συμμετοχή τους στα συμπόσια.

Η λήψη αντιμονίου μπορεί να οδηγήσει σε δηλητηρίαση. Η δηλητηρίαση αντιμονίου είναι παρόμοια με τη δηλητηρίαση με αρσενικό, μολονότι η τοξικότητα του αντιμονίου είναι κατά πολύ χαμηλότερη από εκείνη του αρσενικού. Η πιο σοβαρή επίπτωση της οξείας δηλητηρίασης αντιμονίου είναι η καρδιοτοξικότητα με αποτέλεσμα μυοκαρδίτιδα. Σε μικρές δόσεις, το αντιμόνιο προκαλεί πονοκεφάλους, ζάλη και κατάθλιψη. Σε μεγαλύτερες δόσεις, όπως σε παρατεταμένη επαφή με το δέρμα μπορεί να προκαλέσει δερματίτιδα ή να βλάψει τα νεφρά και το συκώτι. Στις μέρες μας υπάρχουν λίγες βιολογικές ή ιατρικές εφαρμογές για το αντιμόνιο. Οι αγωγές που περιέχουν αντιμόνιο είναι γνωστές ως antimonials και χρησιμοποιούνται ως εμετικά.

Αρχαιότητα και Μεσαίωνας 
Το αντιμόνιο ήταν γνωστό από την αρχαιότητα. Η ένωση Sb2S3 είναι γνωστή ως στίμμι ή στίβι και αναφέρεται από τον Πεδάνιο Διοσκουρίδη.[3] Μάλιστα, ήταν γνωστό ότι η παρουσία του αντιμονίου σε μικρή αναλογία σε διάφορα μαλακά μέταλλα (επί παραδείγματι στο μόλυβδο), αυξάνει σημαντικά τη σκληρότητά τους. Το τριθειούχο αντιμόνιο (Sb2S3) αναγνωρίστηκε ήδη από περί το 3.100 π.Χ. στην Προδυναστική Αίγυπτο ως καλλυντικό ματιών. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Pliny the Elder) περιέγραψε διάφορους τρόπους παραγωγής τριθειούχου αντιμονίου για ιατρικούς σκοπούς, στo μνημειώδες έργο του «Φυσική Ιστορία». Ο Πλίνιος διέκρινε δυο μορφές αντιμονίου, μια μορφή «αρσενικού» και μία «θηλυκού». Πιθανότατα εννοούσε το τριθειούχο αντιμόνιο ως «αρσενικό» αντιμόνιο, ενώ το φυσικό μεταλλικό αντιμόνιο (ως υπερέχον, βαρύτερο και λιγότερο εύθραυστο) θεωρούσε «θηλυκό» αντιμόνιο]. Ο Διοσκουρίδης ανέφερε ότι το τριθειούχο αντιμόνιο μπορούσε να ψηθεί αν θερμανθεί με (θερμό) ρεύμα αέρα. Η διεργασία που αναφέρει θεωρείται ότι παρήγαγε μεταλλικό αντιμόνιο.

Η πρώτη ευρωπαϊκή περιγραφή μιας διαδικασίας απομόνωσης του αντιμονίου βρίσκεται στο βιβλίο «De la pirotechnia» του 1540 το οποίο συνέγραψε ο Vannoccio Biringuccio και το οποίο προηγείται του διασημότερου βιβλίου του 1556 του Georgious Agricola με τίτλο «De re metallica». Λόγω του βιβλίου αυτού έχει εσφαλμένα αποδοθεί στον Agricola η ανακάλυψη του μεταλλικού αντιμονίου. Δεν πρέπει να λησμονούμε και το σπουδαίο έργο «Currus Triumphalis Antimonii», ήτοι «Το θριαμβώδες άρμα του αντιμονίου» το οποίο περιγράφει την παρασκευή του μεταλλικού αντιμόνιου δημοσιεύτηκε στη Γερμανία το 1604.

 
Το καθαρό αντιμόνιο ήταν γνωστό στον περίφημο άραβα Jabir ibn Hayyan από τον 8ο αιώνα. Υπάρχει μια διαφωνία με τον μεταφραστή Marcellin Berthelot ο οποίος δηλώνει ότι το αντιμόνιο δεν εμφανίζεται πουθενά στα βιβλία του Jabir, αλλά άλλοι ισχυρίζονται ότι ο Berthelot μετέφρασε μόνο μερικά από τα λιγότερο σημαντικά βιβλία, ενώ τα πιο ενδιαφέροντα (μερικά από τα οποία περιγράφουν το αντιμόνιο) δεν έχουν μεταφραστεί ακόμα, και το περιεχόμενο τους είναι τελείως άγνωστο.

Η παρουσία καθαρού αντιμόνιου στο φλοίο της Γης αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Σουηδό γεωλόγο - μηχανικό Anton von Swab το 1783.[4] Παραδοσιακή χρήση του αντιμονίου υπήρξε για αιώνες η κατασκευή κράματος τυπογραφικών στοιχείων (55% Pb + 30% Sb + 15% Sn). Η χρόνια δηλητηρίαση από αντιμόνιο ήταν η επαγγελματική νόσος των τυπογράφων. Σήμερα, η τυπογραφία πραγματοποιείται αποκλειστικά με ηλεκτρονικά μέσα.

Eτυμολογία και παρετυμολογία
Στην Αρχαία Αίγυπτο οι Αιγύπτιες αρέσκονταν πολύ στο να βάφουν τα μάτια τους. Στα αιγυπτιακά, αυτή η σκόνη με την οποία βάφονταν ήταν σκόνη θειούχου αντιμονίου και ονομαζόταν στιμ, και από εκεί πέρασε στα αρχαία ελληνικά ως στίμμι ή στίβι. Η λέξη έχει αρκετές εμφανίσεις στη γραμματεία' για παράδειγμα, στη μετάφραση των εβδομήκοντα της Βίβλου, στον Εζεκιήλ (23:40) διαβάζουμε για μια γυναίκα η οποία μόλις έβλεπε από μακριά να έρχονται άντρες λουζόταν και έβαφε τα μάτια της' εκεί χρησιμοποιείται το ρήμα στιβίζομαι. Μάλιστα, το στίμμι ή στίβι το είπαν και πλατυόφθαλμον, επειδή κάνει τα μάτια να φαίνονται πιο μεγάλα. Αυτό το στίβι το δανείστηκαν οι Ρωμαίοι ως stibium, και η λατινική ονομασία έδωσε και το σύμβολο του αντιμονίου (Sb). Η λέξη, όμως, έχει περάσει από περισσότερους από δύο δανεισμούς. Το λατινικό stibium ή το ελληνικό στίμμι το δανείζονται οι άραβες ως αλ-ιτμίντ (στα αραβικά το αρχικό στ δεν είναι ανεκτό), έτσι η λέξη αλλάζει περισσότερο απ’ όσο θα ανέμενε κάποιος. Από εκεί, τέταρτος δανεισμός, ξαναπερνάει στα λατινικά των αλχημιστών ως athimodium, που δεν ετυμολογεί κατ’ αρχάς τίποτε, τελικά όμως γίνεται atimodium, atimonium, antimonium. Έτσι, από τα ιταλικά, antimonio (πέμπτος πλέον δανεισμός) έχουμε το νεοελληνικό αντιμόνιο (αλλά και «αντεμόνιον» σε μεσαιωνικά αλχημιστικά κείμενα).

Αν και η λέξη δεν έχει ετυμολογική διαφάνεια, επειδή δε το anti- παραπέμπει αλλού, καλόν είναι να δούμε την καταγωγή παρετυμολογικά. Έτσι, στα γαλλικά το αντιμόνιο λέγεται antimoine και μια πολύ γνωστή παρετυμολόγηση υποστηρίζει ότι προέρχεται από το anti και τη λέξη moine που σημαίνει μοναχός, καλόγερος. Να κάνουμε εδώ μιαν ετυμολογική παρένθεση και να πούμε ότι το γαλλικό moine όπως και το αγγλικό monk (και οι αντίστοιχες ιταλικές, ισπανικές, γερμανικές λέξεις) προέρχονται από το ελληνικό μοναχός, μέσω βεβαίως του λατινικού monachus.

Υποτίθεται λοιπόν πως κάποιοι καλόγεροι σ’ ένα μοναστήρι έβαλαν αντιμόνιο κατά λάθος στο κρασί τους ή ίσως χρησιμοποίησαν μεταλλική κανάτα από κάποιο κράμα του αντιμονίου, με αποτέλεσμα να πεθάνουν όλοι και έτσι πήρε το όνομά του το μέταλλο ως δήθεν «αντικαλογερικό». Φυσικά η ιστορία είναι φανταστική, υπάρχει όμως και άλλη παρετυμολογία, ότι προέρχεται από τα ελληνικά (αντί + μόνος), επειδή το αντιμόνιο δεν αρέσκεται να εμφανίζεται ελεύθερο ( μόνο του) αλλά πάντοτε ενωμένο με άλλα στοιχεία.

Να σημειωθεί ότι αυτή η σκόνη των ματιών, το αιγυπτιακό στιμ (ή ελληνικό στίμμι), στα εβραϊκά λεγόταν «καχάλ» και κάπως έτσι πέρασε και στις υπόλοιπες σημιτικές γλώσσες. Για τον λόγο αυτό στα αραβικά al-kuhl ονομάστηκε η σκόνη του αντιμονίου, η οποία όσο πιο λεπτόκοκκη ήταν τόσο πιο περιζήτητη εθεωρείτο ως βαφή. Από εκεί προέρχεται και η λέξη αλκοόλ. Πώς φτάσαμε, όμως, από μια λεπτή καλλυντική σκόνη στα οινοπνευματώδη ποτά; Αν και η απόσταση φαίνεται μεγάλη, γεφυρώθηκε στα εργαστήρια των αλχημιστών. Στα ισπανο-αραβικά, al-kuhul ήταν (και είναι ακόμα) η λεπτή σκόνη αντιμονίου και έτσι περνάει και στα λατινικά των αλχημιστών ως alcohol περί το 1300. Για να καθαρίσουν το αντιμόνιο από ακαθαρσίες και να γίνει λεπτόκοκκη η σκόνη, οι αλχημιστές χρησιμοποιούσαν την εξάχνωση (η διαδικασία κατά την οποία ένα στερεό μεταβαίνει απευθείας από τη στερεά κατάσταση στην αέρια και αμέσως μετά ψύχεται και αποτίθεται ως στερεό κι έτσι απαλλάσσεται από τις προσμίξεις). Έτσι, σιγά-σιγά alcohol ονομάστηκαν και άλλες λεπτές σκόνες που είχαν παραχθεί με εξάχνωση. Το αντίστοιχο της εξάχνωσης στα υγρά είναι η απόσταξη, έτσι ο όρος alcohol πέρασε σε εκλεκτά υγρά (ποτά) που παράγονταν με απόσταξη. Αυτό το απόσταγμα θεωρήθηκε πως είναι η πεμπτουσία, το πνεύμα του αποσταζόμενου υγρού, και έτσι ονομάστηκε «alcohol vini», ήτοι το πνεύμα του οίνου, το οινόπνευμα. Μάλιστα αυτή την επέκταση της σημασίας φαίνεται πως την οφείλουμε στον Παράκελσο.

Σύμβολικές αναπαραστάσεις
Ο Ισαάκ Νεύτων είναι ένα σημαντικό σύμβολο της ανθρώπινης διάνοιας και της δυνατότητάς της να αποκωδικοποιεί τα μυστικά της Φύσης. Θεωρείται μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της φυσικής και των θετικών επιστημών και απέκτησε σημαντική φήμη με το έργο του Philosophiae naturalis principia mathematica (Μαθηματικές Αρχές της Φυσικής Φιλοσοφίας) που εκδόθηκε το 1687. Οι θεμελιώδεις συνεισφορές του στην επιστήμη περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τον ποσοτικό προσδιορισμό της βαρυτικής έλξης, την ανακάλυψη ότι το λευκό φως είναι στην πραγματικότητα μίγμα αμετάβλητων φασματικών χρωμάτων και τη διατύπωση του διαφορικού λογισμού (calculus), για τον οποίο βέβαια συγκρούστηκε με τον μαθηματικό και φιλόσοφο Λάιμπνιτς.

Όμως υπάρχει και μια άλλη σχετικά άγνωστη, μυστηριώδης πλευρά αυτού του λαμπρού επιστήμονα, μια δραστηριότητά του που κράτησε περίπου τριάντα χρόνια, αν και την κράτησε επιμελώς κρυμμένη από τους συγχρόνους και τους συναδέλφους του. Αναφερόμαστε στη συμμετοχή του Νεύτωνα στην μαθητεία της αλχημείας, ή όπως αναφερόταν συχνά στα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα στην Αγγλία, της «Χυμείας». Η χρήση των αλχημικών συμβόλων από μέρους του Νεύτωνα ήταν δημιουργική και ανορθόδοξη. Όπως οι περισσότεροι αλχημιστές, χρησιμοποίησε τα πλανητικά σύμβολα για τα γνωστά μέταλλα, και χρησιμοποιημένα τυποποιημένα σύμβολα για τις κοινές ουσίες όπως το αμμωνιακό άλας (χλωρίδιο αμμωνίου), η τρυγία (ανθρακικό άλας καλίου), το βιτριόλιο (θειικό άλας σιδήρου και χαλκού) και τα ισχυρά οξέα. Ωστόσο, εκτός από αυτά και άλλα καλά γνωστά σύμβολα, δημιούργησε ένα πλήθος προσωπικών εικονογραμμάτων.[5] Τα ευκολότερα για αποκρυπτογράφηση είναι τα σύμβολα του Νεύτωνα για τα μεταλλεύματα. Στο στερεότυπο αλχημικό σύμβολο προστίθεται ένα «o» (από τη λέξη «ore» = μετάλλευμα). Τα υπόλοιπα σύμβολα είναι δυσκολότερο να ερμηνευθούν καθώς ο ίδιος ο Νεύτων δεν τα αποκωδικοποιεί. Φαίνεται, πάντως, πως με την οριζόντια γραμμή υποδεικνύει το άλας, με τον σταυρό πάνω από τον κύκλο υποδεικνύει την αντιμονική ένωση και με τον αστερίσκο την πτητικότητα. Ακολουθεί πίνακας με τα συχνότερα απαντώμενα σύμβολα:


Ο Παράκελσος πίστευε ιδιαίτερα στη χρήση του αντιμονίου για την παρασκευή φαρμάκων. Έλεγε, μάλιστα, ότι από όλα τα μέταλλα το αντιμόνιο περιέχει το υψηλότερο και ισχυρότερο Arcanum (φάρμακο / ελιξίριο). Αυτό, διότι έχει την ιδιότητα να τον αυτό- εξαγνίζεται, όταν την ίδια στιγμή όλα γύρω του παραμένουν ακάθαρτα. Επιπλέον, εάν δεν υφίσταται τίποτε το υγιές εντός του ανθρωπίνου σώματος, δύναται να μεταμορφώσει το ακάθαρτον εις καθαρόν, όπως επί παραδείγματι στις περιπτώσεις της λέπρας.[6]

Μετά τον θάνατό του την παράδοση της ευρείας χρήσης του αντιμονίου στην Ιατρική συνέχισαν οι διάδοχοί του, ειδικά στη Γαλλία. Μάλιστα, το 1604 ο Βασίλειος Βαλεντίνος[7] εξέδωσε το σύγγραμά του με τίτλο «Το θριαμβώδες άρμα του Αντιμονίου», το οποίο εξ ολοκλήρου ασχολείται με ιατρικά σκευάσματα από αντιμόνιο. Ο Βαλεντίνος παραδεχόταν στο βιβλίο του ότι πράγματι το αντιμόνιο μπορεί να είναι δηλητηριώδες και, μάλιστα, προσέφερε μια απόκρυφη ετυμολογία γι’ αυτό. Έγραψε ότι η λέξη προέρχεται από της λέξεις anti-monachos. Παρά ταύτα ισχυρίστηκε ότι η χρήση της αλχημείας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την απελευθέρωση του αντιμονίου από τα τοξικά του αποτελέσματα και την ένταξή του στα πλέον σημαντικά για την υγεία συστατικά.

H θεραπευτική ικανότητα του Αντιμονίου
Μέχρι πρόσφατα η επιστημονική κοινότητα θεωρούσε ότι ήταν αδύνατος ο μετασχηματισμός (ή κατά την αλχημιστική ορολογία η μεταστοιχείωση) ενός στοιχείου αντιμονίου προκειμένου να παραχθεί ένα ικανό φαρμακευτικό σκεύασμα. Το Πανεπιστήμιο του Μονάχου διέψευσε αυτή τη θεώρηση. Το έτος 1978 στα πλαίσια της εκπόνησης της διδακτορικής του διατριβής στο πεδίο της ιατρικής ο David Schein επιχείρησε να εξετάσει το αληθές περιεχόμενο των καταγεγραμμένων οδηγιών για την παρασκευή φαρμακευτικών σκευασμάτων από αντιμόνιο. «Μήπως επρόκειτο για μία λησμονημένη ουσία υψηλής θεραπευτικής δυναμικής;» έγραφε στις αναφορές του προς την επιβλέπουσα τη διατριβή του ακαδημαϊκή επιτροπή. «Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι κατά τον 1 μ.Χ. αιώνα οι Ρωμαίοι ιατροί ανέφεραν ότι το χρησιμοποιούσαν για την καταπολέμηση του έλκους». Επίσης, στον λεγόμενο Πάπυρο του Έμπερς[8] (16ος π.Χ. αιώνας) αναφερόταν ότι τα συστατικά του αντιμονίου μπορούν να χρησιμοποιηθούν επιτυχώς σε οφθαλμολογικές παθήσεις. Ακόμα και στον Μεσαίωνα το αντιμόνιο συνίστατο για τη θεραπεία των αιμορροΐδων, της λέπρας και του διαφόρων καρκίνων του δέρματος.


Βασίλειος Βαλεντίνος -Το θριαμβώδες άρμα του Αντιμονίου
Παρά δε τις μάλλον απλές και ιδιαίτερα ακριβείς περιγραφές (σε σχέση με άλλα αλχημιστικά κείμενα) του Βασίλειου Βαλεντίνου για την παραγωγή φαρμάκων από αντιμόνιο υπήρχε ένα σημαντικό πρόβλημα: στις μέρες μας η αρχαία γλώσσα και οι συμβολικές κωδικοποιήσεις των κειμένων κρύβουν πολλά εμπόδια που δυσκολεύουν ακόμα και την πιο απλή υλοποίηση. Επίσης, σύμφωνα με την κρατούσα αντίληψη περί Χημείας, ορισμένα βήματα παραγωγής θεωρούνται ανέφικτα και παράλογα. Επί παραδείγματι, η παραγόμενη αντίδραση όπως περιγράφεται από τον Βασίλειο Βαλεντίνο σχετικά με τις ενώσεις αντιμονίου με οξικό οξύ και αλκοόλη είναι αδύνατη κατά τη σημερινή άποψη.[9] Έτσι, μολονότι ο David Schein προετοιμάστηκε για κάποιες μάλλον δυσάρεστες εκπλήξεις, στην πραγματικότητα όλες οι «αδύνατες» χημικές αντιδράσεις πραγματοποιήθηκαν ακριβώς όπως περιγράφονταν. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να ακολουθήσει τις αλχημιστικές οδηγίες και το αντιμόνιο κατά κυριολεξία εμφανιζόταν με νέες ιδιότητες (μειωμένη τοξικότητα κατά 60%) οι οποίες επιβεβαίωναν τη «μεταστοιχείωση».[10] Με άλλα λόγια, τα πειράματα επιβεβαίωναν πλήρως τα λόγια του Bαλεντίνου: «Αν και επί της αρχής το αντιμόνιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα καθαρό δηλητήριο, ένα ιδιαίτερα ευγενές δηλητήριο με το οποίο κάποιος μπορεί να εκτελέσει έναν ζώο ή έναν άνθρωπο, μετά την αναδιαστρωμάτωση των στοιχείων μέσα στον άμβικα διά μέσου της σπαγειρικής τέχνης, ένα φαρμακευτικό σκεύασμα αναδύεται από το δηλητήριο».

Να θυμίσουμε ότι η μελέτη του Dr Shein επιβεβαίωσε και τις παρατηρήσεις του διάσημου αλχημιστή και ιδρυτή του «Laboratorium Soluna» στην πόλη Donauwörth (Γερμανία) Βαρώνου Alexander von Bernus. Αυτός στις αρχές του 20 αιώνα ανακάλυψε εκ νέου τις αρχαίες θεραπευτικές ιδιότητες του αντιμονίου. Δύο δε χρόνια αργότερα ο Achim Stockardt υποστήριξε τις αρχαίες συνταγές αντιμονίου που βασίζονται στα σκευάσματα κολλοειδούς (πόσιμου) χρυσού του Παράκελσου («Aurum Potabile»). Επίσης, παρασκεύασε και έλαιο αντιμονίου συνδυασμένο με βάλσαμο («Oleum antimonii»). Σύμφωνα με την εμπειρία όλων των ανωτέρω το αντιμόνιο ανακουφίζει από πόνους στις αρθρώσεις και τη μυαλγία, μπορεί δε να θεραπεύσει ασθένειες που προκαλούνται από βακτήρια, καθώς και άλλες ιογενείς ασθένειες. Είναι προφανές ότι ο Βασίλειος Βαλεντίνος είχε κατά νου την εξεύρεση μιας αντιβακτηριδιακής ιατρικής εφαρμογής ή ορθότερα ενός αντιβακτιριδιακού ιατρικού σκευάσματος του οποίου την πρόσληψη συνιστούσε για την καλύτερη επούλωση των τραυμάτων. Επομένως, το αντιμόνιο θα λειτουργούσε ως «φιλοσοφικός μαγνήτης», ο οποίος θα αποδεικνυόταν ικανός στο να εξάγει από το ανθρώπινο σώμα καθετί ακάθαρτο, όπως βακτήρια, ιούς, μύκητες, καθώς και τα ματαβολικά ιζήματα, ακριβώς όπως είχαν περιγράψει ο Παράκελσος και Βασίλειος Βαλεντίνος.

Το αντιμόνιο αλχημιστικά θεωρείται κατάλληλο και για την λεγόμενη «θεραπεία διά της επανασυνδέσεως με τη γη» ή άλλως «θεραπεία της γείωσης» . Αυτό διότι η λήψη αντιμονίου είναι σε θέση να επανεντάξει σώμα, το πνεύμα και την ψυχή τους σε ρυθμικούς κύκλους, στη γη. Το παραδοσιακό αλχημιστικό σύμβολο για το αντιμόνιο είναι η «αυτοκρατορική σφαίρα» η οποία φέρει στο άνω τμήμα της τον κοσμικό σταυρό, εικόνα της παγκόσμιας ολοκλήρωσης. Αντιπροσωπεύει τη δύναμη των τεσσάρων στοιχείων που σχετίζονται με τις κυκλικές πορείες της φύσης. Οι ρυθμοί μέσα στον άνθρωπο ανήκουν επίσης σε αυτό, όπως ο ρυθμός ύπνου-εγρήγορσης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θεωρείτο ότι το αντιμόνιο είναι κατάλληλο για τις διαταραχές του ύπνου που μπορεί να σχετίζονται με συμφόρηση.

Η αυτοκρατορική σφαίρα, την οποία κρατά ο Κρόνος, συμβολίζει το αντιμόνιο  και αντιπροσωπεύει τη δύναμη γείωσης των μετάλλων (J. Isaak Hollandus, theosophische Darstellung zur Alchemie (Topf der Philosophen oder Weisen - 1667)
Εσωτερική - Τεκτονική θεώρηση
Στη διδασκαλία του 28ο βαθμού αναφέρεται επί λέξει: 
«-Δότε μοι την εισιτήριον λέξιν 
- Stibium - Tι σημαίνει αύτη; 
- Το χημικόν στοιχείον, όπερ διά τους αλχημιστάς συνεβόλιζε την πρώτη ύλην όλων των πραγμάτων.»
Πράγματι, καμιά εσωτερική και ειδικότερα αλχημιστική εργασία δεν μπορεί να αρχίσει ή να λάβει χώρα προτού ο μύστης να έχει πλήρη επίγνωση της πρώτης ύλης του, δηλαδή του πρωτότυπου υλικού του. Εντούτοις, αυτό είναι ένα θέμα που περιπλέκει τους νεόφυτους στα μυστήρια καθ’ όλη τη διάρκεια των αιώνων, δεδομένου ότι οι αλχημιστές έχουν περιγράψει την πρώτη ύλη με συμβολικούς όρους, οι οποίοι τις περισσότερες φορές δεν ομοιάζουν με κάτι απτό, κατανοητό και συγκεκριμένο. Στα κλασσικά αλχημικά έργα μπορούμε να διαβάσουμε ότι η πρώτη ύλη είναι ο αιθέρας, ο μόλυβδος, ο δράκος, η δροσιά, το ύδωρ της ζωής, η πέτρα του αετού, το δηλητήριο, το γάλα της παρθένου, το χάος, το μέλι, ο χρυσός, το ασήμι, το αντιμόνιο.

Στον τεκτονικό συμβολισμό ο νεόφυτος αναζητά διά των περιπλανήσεών του να συνενώσει τις δυνάμεις των ανώτερων και των κατώτερων. Εφόδιό του είναι η «κρόνια» πρώτη ύλη, το ισχυρότερο δηλητήριο και το υπέρτατο φάρμακο. Αυτός είναι και ο λόγος που συμβολίζεται με την αυτοκρατορική σταυροφόρο σφαίρα (σύμβολο της λειτουργίας των Κόσμων εντός της καρδίας του Θεού). Γιατί, όμως, ο Κρόνος σχετίζεται με το αντιμόνιο; Ο Κρόνος αντιπροσωπεύει την αρχέγονη «πύλη του Σκότους», μέσα από την οποία πρέπει να περάσει η ύλη «για να ανανεωθεί στο Φως του παραδείσου». Ακριβώς, όπως ο Ιππότης του Ηλίου αναμετράται «με την ατέλειαν των όντων», ερχόμενος εκ του κέντρου του ερέβους, μεταβαίνων προς το Φως και, τελικώς, προς τη Θεότητα (per lumina ad numina).

Ο Κρόνος, όμως, κατά τους νεοπλατωνικούς παύει να συνέχεται με τη δυστυχία και τη στέρηση και καθίσταται υπέρτατη μορφή στο φιλοσοφικό πάνθεον. Κατά τον Πλωτίνο συμβολίζει το καθαρό πνεύμα. Είναι ο γεννήτωρ του εν σιγή διαλογισμού[11] και, για τον λόγο αυτό, θεωρείται ο προστάτης των αλχημιστών. Ο «Κρόνιος Αντιμών» αποκαλείται «πατήρ των μετάλλων» και οι αλχημιστές τον ταυτίζουν με τον Βοόζ τον προπάππο του Δαυίδ[12].

Να θυμίσουμε ότι αλχημιστικά ο χρυσός (λέων) καθαρίζεται μόνον όταν ενωθεί με το αντιμόνιο (λύκος). Η επιλογή του συγκεκριμένου ζώου δεν είναι τυχαία. Ο (φαιός) λύκος είναι το τέκνο του Κρόνου και είναι αυτός που μπορεί να καθαρίσει τον «βασιλέα» και να το καταστήσει λαμπερό και χωρίς καμία «κηλίδα» (βλ. ανωτ. και την απάντηση κατά το χειρόγραφο Francken). Αυτό θυμίζει την αναφορά του Maier που στο έργο του Atlanta fugiens γράφει: «Πιάσε τον φαιό λύκο, το τέκνο του Κρόνου … και δώσε του το σώμα του Βασιλέως και όταν το καταβροχθίσει, άναψε μια μεγάλη πυρά και ρίξε μέσα τον λύκο. Όταν ο λύκος αποτεφρωθεί, ο Βασιλεύς θα απελευθερωθεί και πάλι». Με άλλα λόγια, για τον καθαρισμό του χρυσού (Βασιλεύς) και την απομάκρυνση των ακαθαρσιών (κηλίδες) αυτός ενώνεται με το αντιμόνιο (λύκος). Το αντιμόνιο (όπως ο λύκος) «καταπίνει» τις ακαθαρσίες και για τον λόγο αυτό στην αλχημιστική βιβλιογραφία αναφέρεται ως «μαγνήτης των φιλοσόφων», «λύκος των μετάλλων», «πύρινος δράκων» ή «λουτρό του Βασιλέως».


Michael Maier: Atlanta fugiens
 Αντί επιλόγου
Ο Rudolf Steiner, ο πνευματικός θεμελιωτής της ανθρωποσοφίας, ανέφερε ότι ο λόγος για τη μεγάλη καθολική θεραπευτική δύναμη του αντιμονίου βρίσκεται στην ακόλουθη σχέση: όπως ο άνθρωπος στέκεται ανάμεσα στο ζωικό και το αγγελικό βασίλειο, το αντιμόνιο ούτε ορυκτό ούτε μετάλλευμα μπορεί να θεωρηθεί, ούτε κρύσταλλο ούτε μέταλλο - και ο άνθρωπος και το αντιμόνιο είναι «υπάρξεις ενδιάμεσες». Ως εκ τούτου κατά τον Steiner: «Ο ίδιος ο άνθρωπος είναι το αληθές αντιμόνιο», η αληθής πρώτη ύλη. 


1.Το αντιμόνιο είναι γνωστό από την αρχαιότητα ως προϊόν της αναγωγής του ορυκτού αντιμονίτη (Sb2S3), αν και αρχικά είχε θεωρηθεί ως ένα είδος μολύβδου. Ακόμα και σήμερα ο αντιμονίτης είναι το πιο άφθονο ορυκτό του αντιμονίου και γι' αυτό χρησιμοποιείται για την παραλαβή του στοιχείου. Συγκεκριμένα, ο αντιμονίτης πυρώνεται για να παράγει το οξείδιο του αντιμονίου, το οποίο με τη σειρά του ανάγεται με άλας και λεπτά διαμελισμένο σίδηρο ή άνθρακα. Άλλο σημαντικό ορυκτό του αντιμονίου είναι ο βαλεντινίτης (Sb2O3). Σε υψηλό βαθμό καθαρότητας το αντιμόνιο παράγεται ηλεκτρολυτικά απευθείας από τα θειούχα ορυκτά του. 
2. Στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους με το όνομα «τρυγία» εννοείτο ένα  παραπροϊόν της ζύμωσης των σταφυλιών.
3. Ο  Διοσκουρίδης (40 - 90 μ.Χ.) ήταν σημαντικός ιατρός, φαρμακολόγος και βοτανολόγος από την πόλη Ανάζαρβο της Κιλικίας, γνωστός για το πεντάτομο έργο του «περί ύλης Ιατρικής». Αναμφισβήτητα, άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή στη φαρμακολογία μέχρι το 1600 μ.Χ.. Υπάρχουν πολλά αντίγραφα του έργου του που χρονολογούνται μέχρι και τον 5ο αιώνα. Θεωρείται ο μεγαλύτερος φαρμακολόγος και φαρμακογνώστης της αρχαιότητας, η επιστημονική προσφορά του οποίου δικαίως θεωρείται εφάμιλλη με εκείνη του Θεοφράστου στη Βοτανική.
4. Το δείγμα συλλέχθηκε από το ορυχείο Sala Silver στο προάστιο Bergslagen της Sala,Vastmaland της Σουηδίας.
5. Bλ. Boas M., Rupert Hall A., Newton's Chemical Experiments, Archives internationales d'histoire des sciences, 1958, 113-152. Πρβλ. και Westfall  R., Never at Rest: A Biography of Isaac Newton, Cambridge University Press, Cambridge, 1980, 299-308, 527-529.
6. Sämtliche Werke, vol. III, Aschner-edition, 151 
7. Βασίλειος Βαλεντίνος (Basilius Valentinus, 1394; – α’ μισό 15ου αι.). Πρόκειται μάλλον για το εκλατινισμένο όνομα κάποιου Γερμανού αλχημιστή, του οποίου το ακριβές όνομα δεν γνωρίζουμε αν και ορισμένοι θεωρούν ότι ήταν ο Johann Tholde από την Έσση και για τον οποίο οι υπάρχουσες πληροφορίες είναι μάλλον  αντικρουόμενες. Φαίνεται ότι ταξίδεψε στην Ισπανία, στην Αγγλία και στην Ολλανδία και τελικά, το 1413, αποσύρθηκε σε μοναστήρι Βενεδικτίνων στην Ερφούρτη. Θεωρείται πρωτοπόρος για την εποχή του στον τομέα των χημικών ερευνών. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την έρευνα του αντιμονίου (προς τιμήν του ονομάστηκε βαλεντινίτης μια ποικιλία αντιμονίου) και ανακάλυψε το υδροχλωρικό οξύ, την αμμωνία και ένα είδος πυρίτιδας. Έγραψε διάφορες μελέτες σχετικά με τις έρευνές του, που ωστόσο αποσκοπούσαν στην εύρεση της φιλοσοφικής λίθου και οι οποίες είδαν το φως της δημοσιότητας περίπου δύο αιώνες μετά τον θάνατό του. Χάρη σε αυτές, μάλιστα, θεωρήθηκε πατέρας της σύγχρονης χημείας. 
8. Τhe Ebers Papyrus, also known as Papyrus Ebers, is an Egyptian medical papyrus of herbal knowledge dating to c. 1550 BC. Among the oldest and most important medical papyri of ancient Egypt, it was purchased at Luxor (Thebes) in the winter of 1873–74 by Georg Ebers. It is currently kept at the library of the University of Leipzig, in Germany. 
9Ulrich Arndt, Alchemy & Paracelsus Medicine, Paracelsus, 2005, 12-17.
10. Βλ. Shein D.A., Basilius Valentinus and his tinctures from Antimony, Inner Garden Foundation, 2010.
11. De occulta philosophia, 1510
12. Βλ. Geheime Figuren der Rosenkreuzer, Altona 1785     

----------------------

Βιβλιογραφία 
• Boas M., Rupert Hall A., Newton's Chemical Experiments, Archives internationales d'histoire des sciences, 1958, 113-152. 
• Cheak A., Alchemical Traditions: From Antiquity to the Avant-Garde, Numen Books, Melbourne, 2013. 
• De Hoyos A., Scottish Rite Ritual - Monitor &Guide, The Supreme Council Southern Jurisdiction, 2008. 
• Kieffer C.M., Mots de Passe, Mots Sacrés, Sigles, Formules et Lettres du Discours Maçonnique, Suprême Conseil, Grand Orient de France, Grand Collège du Rite Écossais Ancien Accepté, Aréopage Sources, Paris, 1981. 
• Ligou D. (dir.), Dictionnaire de la Franc-maçonnerie, Presses Universitaires de France, 4éme édition, 1998. 
• Saint-Gall M., Dictionnaire du Rite Écossais Ancien et Accepté, Éditions Télètes, 
• Shein D.A., Basilius Valentinus and his tinctures from Antimony, Inner Garden Foundation, 2010. 
• Vuillaume, Manuel Maconnique ou Tuileur des divers Rites de Maconnerie, 1830. 
• Westfall R., Never at Rest: A Biography of Isaac Newton, Cambridge University Press, Cambridge, 1980.Ulrich Arndt, Alchemy & Paracelsus Medicine, Paracelsus, 2005, 12-17. 
• Ύπατον Συμβούλιον, Τυπικόν του 28ου Βαθμού, του Ιππότου Ηλίου του ΑΑΣΤ, εν Αθήναις, 1957.