Rudyard Kipling

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012
O Ράντγιαρντ Τζόζεφ Κίπλινγκ (Rudyard Joseph Kipling) γεννήθηκε στη Βομβάη στις 30 Δεκεμβρίου 1865, γιος του Τζων Λόκγουντ Κίπλινγκ (John Lockwood Kipling), εφόρου του Μουσείου της Λαχώρης και της συζύγου του Αλίκης Μακ Ντόναλντ (Alice Macdonald). Έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια στην Ινδία, εν συνεχεία όμως εστάλη από τους γονείς του στην Αγγλία σε μια παιδική εστία στο Southsea, όπου υπέστη φοβερή κακομεταχείριση, τις εμπειρίες της οποίας περιέγραψε αργότερα στην ιστορία «Μπε, μπε, το μαύρο πρόβατο» (1888). Όταν ήταν 12 ετών φοίτησε σε οικοτροφείο κοντά στην πόλη Bideford, όπου ο εκεί διευθυντής διέγνωσε και ενθάρρυνε τη λογοτεχνική του τάση. Τότε εμπνεύστηκε την ιστορία «Στάλκι και Σία» (1899) ως κριτική στα ήθη των δημόσιων σχολείων της Αγγλίας.

Το 1882, σε ηλικία 16 ετών, επέστρεψε στη Λαχώρη της τότε Ινδίας (σήμερα Πακιστάν). Ξεκίνησε να εργάζεται στην  τοπική εφημερίδα («Civil and Military Gazette») και έπειτα από λίγο μετοίκησε στην πόλη Allahabad, εργαζόμενος και πάλι ως δημοσιογράφος. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1880, ταξίδευε σε όλη την Ινδία ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Allahabad Pioneer», δραστηριοποιούμενος ταυτόχρονα στην πεζογραφία. Το έτος 1888 εξέδωσε έξι μικρά βιβλία. Από εκείνη την περίοδο είναι και το περίφημο διήγημα «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς». Κατά τη διαμονή του στην Ινδία δημοσίευσε σε έναν τόμο με τίτλο «Επαρχιακά Τραγούδια» (1886) τους πρώτους σατιρικούς στίχους του και έπειτα τα «Απλά παραμύθια από τους λόφους» (1888), διηγήσεις με θέμα την αγγλοϊνδική ζωή. Το ύφος του, δημοσιογραφικό ακόμη, εκλεπτύνθηκε αργότερα υπό την επίδραση του Στίβενσον (Robert Louis Stevenson) και, ίσως, του Μοπασάν (Guy de Maupassant). Επίσης, κυκλοφόρησε τα πεζά «Απλές ιστορίες από τους λόφους» (1887), «Τρεις στρατιώτες», «Ιστορία των Γκάτσμπι», «Μαύρο και άσπρο», «Υπό τους κέδρους», «Το φάντασμα Ρίκσοου», «Ουίλλι Ουίνκι» (1889).

Τον 1889 ο Κίπλινγκ ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι επιστροφής στην Αγγλία, διασχίζοντας τη Βιρμανία, την Κίνα και την Ιαπωνία. Κατέληξε στις Ηνωμένες Πολιτείες, τις οποίες διέσχισε από άκρη σε άκρη και, τέλος, μέσω Ατλαντικού έφτασε στο Λονδίνο. Από τα πιο γνωστά ποιήματά που έγραψε εκείνη την περίοδο είναι η «Μπαλάντα της Ανατολής και της Δύσεως».

Στον λίγο ελεύθερο χρόνο του έγραψε πολλά αξιοπρόσεκτα ποιήματα κι ιστορίες τα οποία όταν συλλέχθηκαν και δημοσιεύθηκαν ως βιβλία αποτέλεσαν τη βάση της πρόωρης φήμης του. Επιστρέφοντας στην Αγγλία το 1889, επιτυγχάνει γρήγορα την αναγνώριση. Μετά από το θάνατο του αμερικανού φίλου και λογοτεχνικού συνεργάτη του, Wolcott Balestier, νυμφεύεται την αδελφή του Caroline (Carrie) Balestier, το 1892. Κατά τη διάρκεια του μήνα του μέλιτος, η τράπεζα στην οποία είχε τις καταθέσεις του ο Κίπλινγκ χρεοκόπησε. Εξαργυρώνοντας τα ταξιδιωτικά τους εισιτήρια οι ανεόνυμφοι, κατάφεραν να φτάσουν μέχρι το Βερμόντ (Vermont) των Ηνωμένων Πολιτειών (New England).

Ο Κίπλινγκ και η σύζυγός του έζησαν στην Αμερική τα επόμενα τέσσερα χρόνια, περίοδο κατά την οποία ο Κίπλινγκ στράφηκε στη συγγραφή παιδικών βιβλίων, για τα οποία είναι σήμερα και περισσότερο γνωστός, όπως το περίφημο «Βιβλίο της ζούγκλας». 

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στις Ηνωμένες Πολιτείες γεννήθηκαν οι κόρες του Josephine και Elsie. Ατυχώς, μια διένεξη τον οδήγησε πίσω στην Αγγλία το 1896 και το επόμενο έτος, εγκαταστάθηκε στην πόλη Rottingdean της Κομητείας του Sussex. Ο γιος τους o John γεννήθηκε εκεί. Ζούσε ικανοποιητική ζωή, μέχρι τον πρόωρο θάνατο της κόρης του Josephine το έτος 1899. Ωστόσο, είχε ήδη πλέον αναγνωριστεί ως ο δαφνοστεφής ποιητής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, συγγράφοντας εκείνη την εποχή μερικά από τα πιο γνωστά και διάσημα έργα του. Τότε δημοσίευσε το μεγάλο διήγημα «Το φως που έσβησε» (1891) και μετά από λίγο τα δημοφιλή διηγήματα «Οι αναποδιές της ζωής» (1891), «Πολλαπλά επινοήματα» (1893) και το ποίημα «Τραγούδια του στρατώνα» (1892). Επακολούθησαν «Το βιβλίο της ζούγκλας» (1894), «Το Δεύτερο βιβλίο της ζούγκλας» (1895), το ποίημα «Οι επτά θάλασσες» (1896), «Η εργασία της ημέρας» (1898), «Τα πέντε έθνη» ποιητική συλλογή που εκδόθηκε το 1903 και στην οποία περιλαμβάνεται το περίφημο ποίημα «Αποχώρηση» (το οποίο δημοσιεύθηκε πρώτα στους «Times» του Λονδίνου στις 17 Ιουλίου του 1897 με την ευκαιρία του δευτέρου ιωβηλαίου της βασίλισσας Βικτωρίας), «Κιμ» (1901), «Απλές ιστορίες μόνον» (1902), «Δράσεις και αντιδράσεις» (1909).

Υπήρξε προσωπικός φίλος του βασιλιά της Αγγλίας Γεωργίου του Ε’ και το ποίημα του «Ο Αφηρημένος ζητιάνος», συγκέντρωσε τεράστια για την εποχή ποσά, τα οποία διατέθηκαν για τα βρετανικά στρατεύματα που αγωνίζονταν στον πόλεμο των Μπόερ. Αυτό ακριβώς το αυτοκρατορικό μεγαλείο της πατρίδας του έπλασε και διαμόρφωσε το χαρακτήρα του, τη νοοτροπία του και την τέχνη του. Απέκτησε ισχυρούς φίλους στη συντηρητική Αγγλία της εποχής και κάλυψε τον πόλεμο των Μπόερ, δίχως όμως να αποσιωπήσει τα εγκληματικά λάθη των συμπατριωτών του, αν και δεν αμφισβήτησε τη νομιμότητα του πολέμου τους εναντίον των αποίκων.

Το 1907, σε ηλικία 42 χρονών του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας και έγινε ο πρώτος Βρετανός και ο νεότερος σε ηλικία λογοτέχνης που κέρδισε ποτέ το βραβείο αυτό, ενώ το 1926 τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο της Βασιλικής Ακαδημίας Λογοτεχνίας. Το 1910, στο απόγειο της φήμης του εκδόθηκε το γνωστότερο ποίημα του, το περίφημο «Αν...». το οποίο αποτελεί έναν κατάλογο ευγενών παραινέσεων προς τον γιο του, ο  οποίος θα σκοτωθεί  το 1915 σε ηλικία 18 ετών στη μάχη του Loos στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Ο Κίπλινγκ θα νιώσει φοβερές τύψεις για το γεγονός ότι επέμεινε στην κατάταξη του γιου του ως αξιωματικού, παρά την κακή του όραση.

Ελάχιστοι γνωρίζουν τη συνεισφορά του στην Ελληνική λογοτεχνία καθώς το 1918 απέδωσε στα αγγλικά τμήμα του ελληνικού εθνικού ύμνου. Πέραν τούτου, οι παραινέσεις του Κίπλινγκ προς το γιό του αποτελούν κατά κάποιο τρόπο μια παραλλαγή των δελφικών παραγγελμάτων τα οποία υπήρξαν αντίστοιχες παραινέσεις – εντολές των επτά σοφών της αρχαιότητας προς τους αρχαίους Έλληνες.

We knew thee of old,
Oh divinely restored,
By the light of thine eyes
And the light of thy Sword.

From the graves of our slain
Shall thy valour prevail
As we greet thee again --
Hail, Liberty! Hail!    

Μέχρι το τέλος της ζωής του ταξίδεψε πολύ, ιδιαιτέρως δε στην Αφρικανική Ήπειρο. Ο Κίπλινγκ απέρριψε τον τίτλο του Ιππότη (Sir), καθώς και την ένταξή του στο Βασιλικό Τάγμα της Αξίας (Order of Merit). Απεδέχθη, όμως, τον τίτλο του επιτίμου διδάκτορα ορισμένων βρετανικών Πανεπιστημίων.

Ο Κίπλινγκ, ως πεζογράφος, υπήρξε ένας από τους πιο δόκιμους Άγγλους αφηγητές. Τα έργα του διακρίνονται για την έμπνευση της υπόθεσης, την ποικιλία των χαρακτήρων, τη ζωηρότητα του διαλόγου, κατά τον οποίο ο Κίπλινγκ μεταχειρίζεται το γλωσσικό ιδίωμα που ταιριάζει στο κάθε πρόσωπο. Τα ποιήματά του είναι αριστοτεχνικός συνδυασμός λέξεων και ρυθμών, γεμάτα μελωδικούς τόνους και δονήσεις. Από τα πεζά έργα του τα καλύτερα είναι το «Κιμ», τα δύο «Βιβλία της ζούγκλας» και οι «Απλές ιστορίες μόνον». Εξαιρετική είναι η ικανότητά του στις σύντομες διηγήσεις. Το όνομά του έγινε γνωστό και αγαπητό στον βρετανικό κόσμο ιδιαίτερα για τα ποιήματα εκείνα στα οποία εμφανίζεται ως απόστολος του βρετανικού πολιτισμού. Η ποίησή του διαπνέεται από πνεύμα μυστικισμού, όμως αγγλοσαξονικού μυστικισμού, που υπαγορεύει θετική ενέργεια προς επικράτηση των Βρετανών ως εκλεκτού λαού του Θεού. Ο Όσκαρ Ουάιλντ (Oscar Wilde) στο δοκίμιό του «The Critic of the Artist» (1890) ξεχωρίζει τον Κίπλινγκ για τον παράξενο δημοσιογραφικό του ρεαλισμό. Από δε λογοτεχνικής απόψεως τον θεωρεί «διάνοια που μιλά με τρόπο γνήσιο και απλό  … που γνωρίζει την ταπεινή πραγματικότητα καλύτερα από τον καθένα». 

 Πέθανε στο Λονδίνο στις 18 Ιανουαρίου 1936, σε ηλικία 70 ετών.

Τεκτονικός βίος
Σύμφωνα με το περιοδικό «Masonic Illustrated», ο Κίπλινγκ μυήθηκε στον Τεκτονισμό στα μέσα του 1885 πριν κλείσει τα 21 του χρόνια στη Στοά  «Hope and Perseverance» Νο. 782 της Λαχώρης (ΗΜΣτΑ).  Αργότερα έγραψε στην αυτοβιογραφία του «…ήμουν Γραμματέας για μερικά χρόνια της Στοάς ... η οποία περιελάμβανε Αδελφούς τουλάχιστον τεσσάρων θρησκειών. Μυήθηκα ως μαθητής από ένα Βραχμάνο Ινδουιστή, έγινα Εταίρος από έναν Μωαμεθανό και ανυψώθηκα στον Βαθμό του Διδασκάλου από έναν Άγγλο. Στεγαστής της Στοάς  ήταν ένας Ινδός ο οποίος ήταν Ιουδαίος στο θρήσκευμα».
 
Ο Κίπλινγκ έλαβε όχι μόνον τους τρεις συμβολικούς βαθμούς (Μαθητής 5/4/1886, Εταίρος 3/5/1886, Διδάσκαλος 6/12/1886), αλλά και αυτούς του Διδασκάλου του Σημείου (Mark Master Mason) στη Στοά  «Fidelity Mark Lodge» Νο. 98 και του Ναυτίλου της Βασιλικής Κιβωτού (Royal Ark Mariner) στη Στοά Ναυτίλων «Mt. Ararat», Νο. 98.

Το 1888, υιοθετήθηκε στη Στοά  «Independence with Philanthropy» Νο. 391, στο Allahabad της Ινδίας. Το 1889 μετακομίζει στην Αγγλία και παραιτείται από μέλος όλων των Στοών της Ινδίας. Το έτος 1899 εκλέχθηκε επίτιμο μέλος και «Τετιμημένος Ποιητής» («Poet-Laureate») της Στοάς «Canongate  Kilwinning» Νο. 2 της Σκωτίας, θέση την οποία κατείχε το 1786 ο Ρόμπερτ Μπερνς (Robert Burns).

Το 1900 συμμετείχε στις εργασίες της στρατιωτικής Στοάς «Emergency Lodge»  στο Bloemfontein, κοντά στα πεδία των μαχών του Πολέμου των Μπόερ μαζί με τον Άρθουρ Κόναν Ντόυλ (Arthur Conan Doyle) ο οποίος υπηρετούσε ως στρατιωτικός γιατρός. Υπήρξε επίτιμο μέλος της Στοάς των Συγγραφέων «Author’s Lodge», Νο. 3456, καθώς και ονοματοθέτης και ιδρυτικό μέλος το 1922 της Στοάς «The Builders of the Silent Cities» Νο. 12  στην πόλη St. Omer της Γαλλίας (σήμερα λειτουργούσα την πόλη Lille υπό την Εθνική Μεγάλη Στοά της Γαλλίας  - GLNF). Επίσης, ιδρυτικό μέλος της αδελφής Στοάς με το ίδιο όνομα («The Builders of the Silent Cities» Νο. 4948) του Λονδίνου στην οποία παρέμεινε μέλος μέχρι το θάνατό του.



Βιβλιογραφία
Allen Ch., Kipling Sahib: India and the Making of Rudyard Kipling, Abacus, 2007.
David C., Rudyard Kipling: a critical study, New Delhi, Anmol, 2007.
Carr H., Kipling and the Craft, Ars Quatuor Coronatorum, Vol. 77, 207.
KiplingR., Something of Myself and Other Autobiographical Writings, Cambridge University Press, 1991.
Davies J., The Masonic Poetry of Rudyard Kipling, An Appreciation given  before the Master, Brethren and Visitors of the Lodge of St. Michael No. 2933 E.C. on Thursday 2nd February 2006.
Gilbert E.L. (ed.), Kipling and the Critics, New York, New York University Press, 1965.
Gilmour D., The Long Recessional: The Imperial Life of Rudyard Kipling New York: Farrar, Straus and Giroux, 2003.
Green R.L. (ed.), Kipling: the Critical Heritage, Routledge and Kegan Paul, London, 2001.
Gross J. (ed)., Rudyard Kipling: the Man, his Work and his World, Weidenfeld and Nicolson, London, 1972.
Knock P.J., Rudyard Kipling and Freemasonry, 1990, (Private Publication).
Ricketts H., Rudyard Kipling: A Life New York: Da Capo Press, 2001.
Rutherford A. (ed.), Kipling's Mind and Art, Edinburgh and London: Oliver and Boyd, 1964
Shippey T., Rudyard Kipling,  Cahier Calin: Makers of the Middle Ages. Essays in Honor of William Calin, Kalamazoo, MI, Studies in Medievalism, 2011, 21.
Carrington C.E., Rudyard Kipling: His Life and Work. London: Macmillan, 1955.
Gilmour D., The Long Recessional: The Imperial Life of Rudyard Kipling. New York: Farrar, Straus, and Giroux, 2002.
Wilson A., The Strange Ride of Rudyard Kipling: His Life and Works. New York: Viking Press, 1978. 


Beau Brummell

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012
«Ωραίος» και … Τέκτων



O Τζωρτζ Μπράιαν Μπράμελ (George Bryan Brummell), ο επονομαζόμενος «Ωραίος» Μπράμελ (Beau Brummell), γεννήθηκε στο Λονδίνο στις 7 Ιουνίου 1778 και πέθανε το 1840 στην πόλη Καέν της Γαλλίας. Έμεινε στην ιστορία ως ενδυματολογικός σύμβουλος (Sartorial Advisor) πολλών ισχυρών ανδρών στην Αγγλία της περιόδου των Αντιβασιλέων (Regency) και διετέλεσε προσωπικός φίλος του τότε Αντιβασιλέως (Prince Regent) και μελλοντικού Βασιλέως Γεωργίου του Δ’. Ο Brummell ως άνδρας  ήταν η επιτομή του δανδισμού (dandyism), της επιτηδευμένης συμπεριφοράς και του ντυσίματος που μαρτυρά φινέτσα και ματαιοδοξία, αλλά όχι θηλυπρέπεια.

Ο Brummell ξόδευε πολλή ώρα μπροστά στον καθρέφτη κάθε πρωί, πλένοντας τα δόντια του και περιποιούμενος τον εαυτό του, δείγμα των νέων ειωθότων περί καθαριότητος και προσωπικής υγιεινής που επεδίωξε να εισαγάγει στους κύκλους της ανδρικής αριστοκρατίας. Ο Carlyle, Σκώτος σατυρικός συγγραφέας, χαρακτήριζε τον Brummell ως έναν άνδρα του οποίου «η εργασία και η ύπαρξη συνίστατο στην ενασχόληση με τα ρούχα». Ο γάλλος μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος Jules-Amédée Barbey d'Aurevilly, στο βιβλίο του «The Anatomy of Dandyism» (1845) γράφει «…κάθε γωνιά της ψυχής του, του πνεύματός του, του εισοδήματός του ηρωικά αφιερώνονται στην ένδυση με τρόπο σοφό και σωστό έτσι ώστε ενώ οι άλλοι ντύνονται για να ζουν αυτός ζει για να ντύνεται».

Ο George Brummell γεννήθηκε στο Λονδίνο και ήταν γιος του προσωπικού γραμματέα του Frederick North, Earl of Guilford. Ο πατέρας του πέθανε το 1794 αφήνοντάς του μια περιουσία μεγαλύτερη των 20.000 λιρών. Σπούδασε στα κολέγια του Έτον και του Όριελ και αργότερα κατετάγη στο Σύνταγμα των Δραγόνων. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της θητείας του η κλωτσιά ενός αλόγου του έσπασε τη μύτη, δημιουργώντας τη «μοναδική εμφανή ατέλεια στο άψογο πρόσωπό του».  Εκείνη την περίοδο γνωρίστηκε με τον Πρίγκιπα Γεώργιο, τότε τον Πρίγκιπα της Ουαλίας) και μελλοντικό Βασιλιά Γεώργιο τον Δ’.

Ο Brummell αγόρασε ένα σπίτι στην περιοχή Mayfair κι εγκαταστάθηκε εκεί. Οι ιδιοτροπίες του σε σχέση με την καθαριότητα του σώματος, τον καλλωπισμό των δοντιών, των γενιών τον έκαναν διάσημο στον κύκλο του Πρίγκηπα Γεωργίου. Τότε άρχισε να ξοδεύει και να χαρτοπαίζει σαν να είχε την ίδια οικονομική άνεση με τον κύκλο  που συναναστρεφόταν.

Ο κύκλος αυτό ονομάστηκε από τον Λόρδο Βύρωνα (Lord Byron) -που εκείνη την εποχή γνωρίστηκε με τον Brummell- «Λέσχη των Δανδήδων». Όμως, το 1813 σε έναν χορό μεταμφιεσμένων ο Brummell μέμφθηκε τον Πρίγκηπα Γεώργιο για το βάρος του και αυτό προκάλεσε ρήξη στις μεταξύ τους σχέσεις (λέγεται ότι ο Brummell ρώτησε επιδεικτικά τον Λόρδο Alvanley «ποιος είναι αυτός ο παχύς φίλος σου;»).

Η απώλεια της εύνοιας του Πρίγκηπα  δεν πτόησε τον Brummell ο οποίος άρχισε να δημιουργεί  φιλίες και να κερδίζει συμπάθειες σε άλλους κύκλους του πνεύματος και  της μόδας επηρεάζοντας με τη στυλιστική του άποψη μεγάλα κομμάτια της ανδρικής κοινωνίας. Παρ’ όλα αυτά, το χρέος του έγινε ανεξέλεγκτο και το 1826 κατέφυγε στην Γαλλία όπου έζησε το υπόλοιπο της ζωής του. Εκεί διορίζεται στο Προξενείο της Caen (Καέν), λόγω της επιρροής του Λόρδου Alvanley και του Μαρκησίου του Worcester κατά την βασιλεία του Ουίλιαμ του Δ’. Αυτό του παρείχε ένα μικρό ετήσιο επίδομα. Πέθανε στην Caen πάμπτωχος και παράφρων λόγω της σύφιλης το έτος 1840.

Ένα άγαλμά του κοσμεί το Λονδίνο (Jermyn Street) από το 2002.
Ο Brummell έμεινε στην ιστορία κυρίως για το στυλ του, αλλά και για τη φυσική του ομορφιά. Όπως εξηγεί ο D' Aurevilly «…ήταν φτιαγμένος για …. να είναι ο μεγαλύτερος δανδής της εποχής του ή κάθε εποχής». Μάλιστα, ο Carlyle βάζοντας τον δίπλα στον Shakespeare και τον Sidney, άνδρες θαυμαστούς για τις διανοητικές και συναισθηματικές ικανότητές τους, εκδηλώνει την θλίψη του για αυτή την απώλεια.

Επίσης, ο Brummell εμφανίζεται ως χαρακτήρας το 1896 στο ιστορικό μυθιστόρημα «Rodney Stone» του  Arthur Conan Doyle. Στο μυθιστόρημα, ο θείος του χαρακτήρα του τίτλου, που ονομάζεται Charles Tregellis, είναι το κέντρο του κόσμου της μόδας του Λονδίνου, μέχρι που τελικά τον  υποκαθιστά ο Brummell.

Η ζωή του Brummell δραματοποιήθηκε το 1890 για ένα θεατρικό έργο σε τέσσερις πράξεις από τον Αμερικανό θεατρικό συγγραφέα Clyde Fitch. Αυτό με τη σειρά του προσαρμόστηκε για τη δημιουργία της βωβής  ταινίας του 1924 με πρωταγωνιστές τους John Barrymore και Mary Astor.

Τέλος, ένα ποίημα του  T.S. Eliot με τίτλο «Bustopher Jones: The Cat About Town» αναφέρεται σε αυτόν ως «Brummell of Cats» (Μπράμελ των Γατών), μια νύξη που χρησιμοποιήθηκε από τον  Andrew Lloyd Webber's  στο μιούζικαλ «Cats» το 1981, το οποίο βασίζεται στο έργο του Eliot «Old Possum's Book of Practical Cats» (1939).

Ο Brummell ήταν τέκτων. Μυήθηκε στην πόλη Καέν της Γαλλίας σε μια γαλλική Στοά της οποίας τα στοιχεία επί του παρόντος αγνοούνται. Όμως, πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι το έτος 1832 (2 Φεβρουαρίου) έλαβε τον 18ο βαθμό του Πρίγκηπος Ροδοσταύρου (Αρχαίος και Αποδεδεγμένος Σκωτικός Τύπος). Αυτό αποκαλύφθηκε όταν εδωρήθη από τον Sir Percy Inglis και καταχωρήθηκε στον Κατάλογο Χειρογράφων (Manuscript Catalogue) της Βρετανικής Βιβλιοθήκης  (British Library) το πιστοποιητικό εισδοχής  (certificate of admission) του Brummell στο Υπέρτατο Περιστύλιο της Κοιλάδος της Καέν.

Πολλοί βιογράφοι και ιστορικοί επισημαίνουν ότι ο Brummel επηρεάστηκε από τη συναναστροφή του με τον επίσης Τέκτονα Λόρδο Βύρωνα (Lord Byron - ο οποίος είχε μυηθεί στην Ιταλία σε μια Στοά υπό τη Μεγάλη Ανατολή της Γαλλίας), βρίσκοντας στη συνέχεια του βίου του ενδιαφέρον  στις αέναες συζητήσεις που είχαν προηγηθεί μεταξύ τους αναφορικά με την πρόκληση ισχυρών συγκινήσεων μέσω του μυστικισμού της τέχνης και της ρομαντικής αντίληψης. Επομένως, η αναζήτηση της Τεκτονικής οδού στην τελευτή του βίου του, όταν καταλάγιασαν μέσα του τα πάθη, μάλλον δεν αποτελεί σχήμα οξύμωρο για τον «μεγαλύτερο δανδή κάθε εποχής».



Πηγές
Lewis Μ., Beau Brummell: His Life and Letters. New York: Doran, 1925
Campbel Κ., Beau Brummell. London: Hammond, 1948
Moers Ε.. The Dandy: Brummell to Beerbohm. London: Secker and Warburg, 1960
Kelly Ι.. Beau Brummell: The Ultimate Dandy. Hodder & Stoughton, 2005

Χειρόγραφα
41335. CERTIFICATE of George Bryan Brummell [Beau Brummell], Vallée of Caen; 2 Feb. 1832. Signed by the officers of the Chapter; with seal. Vellum sheet, 20 in. x 16½ in.