O Ράντγιαρντ
Τζόζεφ Κίπλινγκ (Rudyard Joseph Kipling) γεννήθηκε στη Βομβάη στις 30 Δεκεμβρίου
1865, γιος του Τζων Λόκγουντ Κίπλινγκ (John Lockwood Kipling), εφόρου του
Μουσείου της Λαχώρης και της συζύγου του Αλίκης Μακ Ντόναλντ (Alice Macdonald).
Έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια στην Ινδία, εν συνεχεία όμως εστάλη από τους
γονείς του στην Αγγλία σε μια παιδική εστία στο Southsea, όπου υπέστη φοβερή
κακομεταχείριση, τις εμπειρίες της οποίας περιέγραψε αργότερα στην ιστορία «Μπε,
μπε, το μαύρο πρόβατο» (1888). Όταν ήταν 12 ετών φοίτησε σε οικοτροφείο κοντά
στην πόλη Bideford, όπου ο εκεί διευθυντής διέγνωσε και ενθάρρυνε τη
λογοτεχνική του τάση. Τότε εμπνεύστηκε την ιστορία «Στάλκι και Σία» (1899) ως
κριτική στα ήθη των δημόσιων σχολείων της Αγγλίας.
Το
1882, σε ηλικία 16 ετών, επέστρεψε στη Λαχώρη της τότε Ινδίας (σήμερα
Πακιστάν). Ξεκίνησε να εργάζεται στην τοπική εφημερίδα («Civil and
Military Gazette») και έπειτα από λίγο μετοίκησε στην πόλη Allahabad,
εργαζόμενος και πάλι ως δημοσιογράφος. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1880,
ταξίδευε σε όλη την Ινδία ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Allahabad Pioneer»,
δραστηριοποιούμενος ταυτόχρονα στην πεζογραφία. Το έτος 1888 εξέδωσε έξι μικρά
βιβλία. Από εκείνη την περίοδο είναι και το περίφημο διήγημα «Ο άνθρωπος που θα
γινόταν βασιλιάς». Κατά τη διαμονή του στην Ινδία δημοσίευσε σε έναν τόμο με
τίτλο «Επαρχιακά Τραγούδια» (1886) τους πρώτους σατιρικούς στίχους του και
έπειτα τα «Απλά παραμύθια από τους λόφους» (1888), διηγήσεις με θέμα την
αγγλοϊνδική ζωή. Το ύφος του, δημοσιογραφικό ακόμη, εκλεπτύνθηκε αργότερα υπό
την επίδραση του Στίβενσον (Robert Louis Stevenson) και, ίσως, του Μοπασάν (Guy
de Maupassant). Επίσης, κυκλοφόρησε τα πεζά «Απλές ιστορίες από τους λόφους»
(1887), «Τρεις στρατιώτες», «Ιστορία των Γκάτσμπι», «Μαύρο και άσπρο», «Υπό
τους κέδρους», «Το φάντασμα Ρίκσοου», «Ουίλλι Ουίνκι» (1889).
Τον
1889 ο Κίπλινγκ ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι επιστροφής στην Αγγλία, διασχίζοντας
τη Βιρμανία, την Κίνα και την Ιαπωνία. Κατέληξε στις Ηνωμένες Πολιτείες, τις
οποίες διέσχισε από άκρη σε άκρη και, τέλος, μέσω Ατλαντικού έφτασε στο
Λονδίνο. Από τα πιο γνωστά ποιήματά που έγραψε εκείνη την περίοδο είναι η «Μπαλάντα
της Ανατολής και της Δύσεως».
Στον
λίγο ελεύθερο χρόνο του έγραψε πολλά αξιοπρόσεκτα ποιήματα κι ιστορίες τα οποία
όταν συλλέχθηκαν και δημοσιεύθηκαν ως βιβλία αποτέλεσαν τη βάση της πρόωρης
φήμης του. Επιστρέφοντας στην Αγγλία το 1889, επιτυγχάνει γρήγορα την
αναγνώριση. Μετά από το θάνατο του αμερικανού φίλου και λογοτεχνικού συνεργάτη
του, Wolcott Balestier, νυμφεύεται την αδελφή του Caroline (Carrie) Balestier,
το 1892. Κατά τη διάρκεια του μήνα του μέλιτος, η τράπεζα στην οποία είχε τις
καταθέσεις του ο Κίπλινγκ χρεοκόπησε. Εξαργυρώνοντας τα ταξιδιωτικά τους
εισιτήρια οι ανεόνυμφοι, κατάφεραν να φτάσουν μέχρι το Βερμόντ (Vermont) των
Ηνωμένων Πολιτειών (New England).
Ο
Κίπλινγκ και η σύζυγός του έζησαν στην Αμερική τα επόμενα τέσσερα χρόνια,
περίοδο κατά την οποία ο Κίπλινγκ στράφηκε στη συγγραφή παιδικών βιβλίων, για
τα οποία είναι σήμερα και περισσότερο γνωστός, όπως το περίφημο «Βιβλίο της
ζούγκλας».
Κατά
τη διάρκεια της παραμονής του στις Ηνωμένες Πολιτείες γεννήθηκαν οι κόρες του
Josephine και Elsie. Ατυχώς, μια διένεξη τον οδήγησε πίσω στην Αγγλία το 1896
και το επόμενο έτος, εγκαταστάθηκε στην πόλη Rottingdean της Κομητείας του
Sussex. Ο γιος τους o John γεννήθηκε εκεί. Ζούσε ικανοποιητική ζωή, μέχρι τον
πρόωρο θάνατο της κόρης του Josephine το έτος 1899. Ωστόσο, είχε ήδη πλέον
αναγνωριστεί ως ο δαφνοστεφής ποιητής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας,
συγγράφοντας εκείνη την εποχή μερικά από τα πιο γνωστά και διάσημα έργα του.
Τότε δημοσίευσε το μεγάλο διήγημα «Το φως που έσβησε» (1891) και μετά από λίγο
τα δημοφιλή διηγήματα «Οι αναποδιές της ζωής» (1891), «Πολλαπλά επινοήματα»
(1893) και το ποίημα «Τραγούδια του στρατώνα» (1892). Επακολούθησαν «Το βιβλίο
της ζούγκλας» (1894), «Το Δεύτερο βιβλίο της ζούγκλας» (1895), το ποίημα «Οι
επτά θάλασσες» (1896), «Η εργασία της ημέρας» (1898), «Τα πέντε έθνη» ποιητική
συλλογή που εκδόθηκε το 1903 και στην οποία περιλαμβάνεται το περίφημο ποίημα
«Αποχώρηση» (το οποίο δημοσιεύθηκε πρώτα στους «Times» του Λονδίνου στις 17
Ιουλίου του 1897 με την ευκαιρία του δευτέρου ιωβηλαίου της βασίλισσας
Βικτωρίας), «Κιμ» (1901), «Απλές ιστορίες μόνον» (1902), «Δράσεις και
αντιδράσεις» (1909).
Υπήρξε
προσωπικός φίλος του βασιλιά της Αγγλίας Γεωργίου του Ε’ και το ποίημα του «Ο
Αφηρημένος ζητιάνος», συγκέντρωσε τεράστια για την εποχή ποσά, τα οποία
διατέθηκαν για τα βρετανικά στρατεύματα που αγωνίζονταν στον πόλεμο των Μπόερ.
Αυτό ακριβώς το αυτοκρατορικό μεγαλείο της πατρίδας του έπλασε και διαμόρφωσε
το χαρακτήρα του, τη νοοτροπία του και την τέχνη του. Απέκτησε ισχυρούς φίλους
στη συντηρητική Αγγλία της εποχής και κάλυψε τον πόλεμο των Μπόερ, δίχως όμως
να αποσιωπήσει τα εγκληματικά λάθη των συμπατριωτών του, αν και δεν αμφισβήτησε
τη νομιμότητα του πολέμου τους εναντίον των αποίκων.
Το
1907, σε ηλικία 42 χρονών του απονεμήθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας και έγινε ο
πρώτος Βρετανός και ο νεότερος σε ηλικία λογοτέχνης που κέρδισε ποτέ το βραβείο
αυτό, ενώ το 1926 τιμήθηκε με το Χρυσό Μετάλλιο της Βασιλικής Ακαδημίας
Λογοτεχνίας. Το 1910, στο απόγειο της φήμης του εκδόθηκε το γνωστότερο ποίημα
του, το περίφημο «Αν...». το οποίο αποτελεί έναν κατάλογο ευγενών παραινέσεων
προς τον γιο του, ο οποίος θα σκοτωθεί το 1915 σε ηλικία 18 ετών
στη μάχη του Loos στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Ο
Κίπλινγκ θα νιώσει φοβερές τύψεις για το γεγονός ότι επέμεινε στην κατάταξη του
γιου του ως αξιωματικού, παρά την κακή του όραση.
Ελάχιστοι
γνωρίζουν τη συνεισφορά του στην Ελληνική λογοτεχνία καθώς το 1918 απέδωσε στα
αγγλικά τμήμα του ελληνικού εθνικού ύμνου. Πέραν τούτου, οι παραινέσεις του
Κίπλινγκ προς το γιό του αποτελούν κατά κάποιο τρόπο μια παραλλαγή των δελφικών
παραγγελμάτων τα οποία υπήρξαν αντίστοιχες παραινέσεις – εντολές των επτά σοφών
της αρχαιότητας προς τους αρχαίους Έλληνες.
We
knew thee of old,
Oh
divinely restored,
By
the light of thine eyes
And
the light of thy Sword.
From
the graves of our slain
Shall
thy valour prevail
As
we greet thee again --
Hail,
Liberty! Hail!
Μέχρι
το τέλος της ζωής του ταξίδεψε πολύ, ιδιαιτέρως δε στην Αφρικανική Ήπειρο. Ο
Κίπλινγκ απέρριψε τον τίτλο του Ιππότη (Sir), καθώς και την ένταξή του στο
Βασιλικό Τάγμα της Αξίας (Order of Merit). Απεδέχθη, όμως, τον τίτλο του
επιτίμου διδάκτορα ορισμένων βρετανικών Πανεπιστημίων.
Ο
Κίπλινγκ, ως πεζογράφος, υπήρξε ένας από τους πιο δόκιμους Άγγλους αφηγητές. Τα
έργα του διακρίνονται για την έμπνευση της υπόθεσης, την ποικιλία των
χαρακτήρων, τη ζωηρότητα του διαλόγου, κατά τον οποίο ο Κίπλινγκ μεταχειρίζεται
το γλωσσικό ιδίωμα που ταιριάζει στο κάθε πρόσωπο. Τα ποιήματά του είναι
αριστοτεχνικός συνδυασμός λέξεων και ρυθμών, γεμάτα μελωδικούς τόνους και
δονήσεις. Από τα πεζά έργα του τα καλύτερα είναι το «Κιμ», τα δύο «Βιβλία της
ζούγκλας» και οι «Απλές ιστορίες μόνον». Εξαιρετική είναι η ικανότητά του στις
σύντομες διηγήσεις. Το όνομά του έγινε γνωστό και αγαπητό στον βρετανικό κόσμο
ιδιαίτερα για τα ποιήματα εκείνα στα οποία εμφανίζεται ως απόστολος του
βρετανικού πολιτισμού. Η ποίησή του διαπνέεται από πνεύμα μυστικισμού, όμως
αγγλοσαξονικού μυστικισμού, που υπαγορεύει θετική ενέργεια προς επικράτηση των
Βρετανών ως εκλεκτού λαού του Θεού. Ο Όσκαρ Ουάιλντ (Oscar Wilde) στο δοκίμιό
του «The Critic of the Artist» (1890) ξεχωρίζει τον Κίπλινγκ για τον παράξενο
δημοσιογραφικό του ρεαλισμό. Από δε λογοτεχνικής απόψεως τον θεωρεί «διάνοια
που μιλά με τρόπο γνήσιο και απλό … που γνωρίζει την ταπεινή
πραγματικότητα καλύτερα από τον καθένα».
Πέθανε
στο Λονδίνο στις 18 Ιανουαρίου 1936, σε ηλικία 70 ετών.
Τεκτονικός
βίος
Σύμφωνα
με το περιοδικό «Masonic Illustrated», ο Κίπλινγκ μυήθηκε στον Τεκτονισμό στα
μέσα του 1885 πριν κλείσει τα 21 του χρόνια στη Στοά «Hope and Perseverance»
Νο. 782 της Λαχώρης (ΗΜΣτΑ). Αργότερα έγραψε στην αυτοβιογραφία του «…ήμουν
Γραμματέας για μερικά χρόνια της Στοάς ... η οποία περιελάμβανε Αδελφούς τουλάχιστον
τεσσάρων θρησκειών. Μυήθηκα ως μαθητής από ένα Βραχμάνο Ινδουιστή, έγινα
Εταίρος από έναν Μωαμεθανό και ανυψώθηκα στον Βαθμό του Διδασκάλου από έναν
Άγγλο. Στεγαστής της Στοάς ήταν ένας Ινδός ο οποίος ήταν Ιουδαίος στο
θρήσκευμα».
Ο
Κίπλινγκ έλαβε όχι μόνον τους τρεις συμβολικούς βαθμούς (Μαθητής 5/4/1886,
Εταίρος 3/5/1886, Διδάσκαλος 6/12/1886), αλλά και αυτούς του Διδασκάλου του
Σημείου (Mark Master Mason) στη Στοά «Fidelity Mark Lodge» Νο. 98 και του
Ναυτίλου της Βασιλικής Κιβωτού (Royal Ark Mariner) στη Στοά Ναυτίλων «Mt. Ararat»,
Νο. 98.
Το
1888, υιοθετήθηκε στη Στοά «Independence with Philanthropy» Νο. 391, στο Allahabad
της Ινδίας. Το 1889 μετακομίζει στην Αγγλία και παραιτείται από μέλος όλων των
Στοών της Ινδίας. Το έτος 1899 εκλέχθηκε επίτιμο μέλος και «Τετιμημένος
Ποιητής» («Poet-Laureate») της Στοάς «Canongate Kilwinning» Νο. 2 της
Σκωτίας, θέση την οποία κατείχε το 1786 ο Ρόμπερτ Μπερνς (Robert Burns).
Το
1900 συμμετείχε στις εργασίες της στρατιωτικής Στοάς «Emergency Lodge»
στο Bloemfontein, κοντά στα πεδία των μαχών του Πολέμου των Μπόερ μαζί με τον
Άρθουρ Κόναν Ντόυλ (Arthur Conan Doyle) ο οποίος υπηρετούσε ως στρατιωτικός
γιατρός. Υπήρξε επίτιμο μέλος της Στοάς των Συγγραφέων «Author’s Lodge», Νο.
3456, καθώς και ονοματοθέτης και ιδρυτικό μέλος το 1922 της Στοάς «The Builders
of the Silent Cities» Νο. 12 στην πόλη St. Omer της Γαλλίας (σήμερα
λειτουργούσα την πόλη Lille υπό την Εθνική Μεγάλη Στοά της Γαλλίας - GLNF).
Επίσης, ιδρυτικό μέλος της αδελφής Στοάς με το ίδιο όνομα («The Builders of the
Silent Cities» Νο. 4948) του Λονδίνου στην οποία παρέμεινε μέλος μέχρι το
θάνατό του.
Βιβλιογραφία
Allen
Ch., Kipling Sahib: India and the Making of Rudyard Kipling, Abacus, 2007.
David
C., Rudyard Kipling: a critical study, New Delhi, Anmol, 2007.
Carr
H., Kipling and the Craft, Ars Quatuor Coronatorum, Vol. 77, 207.
KiplingR.,
Something of Myself and Other Autobiographical Writings, Cambridge University
Press, 1991.
Davies
J., The Masonic Poetry of Rudyard Kipling, An Appreciation given before the Master, Brethren and Visitors of
the Lodge of St. Michael No. 2933 E.C. on Thursday 2nd February 2006.
Gilbert
E.L. (ed.), Kipling and the Critics, New York, New York University Press, 1965.
Gilmour
D., The Long Recessional: The Imperial Life of Rudyard Kipling New York:
Farrar, Straus and Giroux, 2003.
Green
R.L. (ed.), Kipling: the Critical Heritage, Routledge and Kegan Paul, London,
2001.
Gross
J. (ed)., Rudyard Kipling: the Man, his Work and his World, Weidenfeld and
Nicolson, London, 1972.
Knock
P.J., Rudyard Kipling and Freemasonry, 1990, (Private Publication).
Ricketts
H., Rudyard Kipling: A Life New York: Da Capo Press, 2001.
Rutherford
A. (ed.), Kipling's Mind and Art, Edinburgh and London: Oliver and Boyd, 1964
Shippey
T., Rudyard Kipling, Cahier Calin:
Makers of the Middle Ages. Essays in Honor of William Calin, Kalamazoo, MI,
Studies in Medievalism, 2011, 21.
Carrington
C.E., Rudyard Kipling: His Life and Work. London: Macmillan, 1955.
Gilmour
D., The Long Recessional: The Imperial Life of Rudyard Kipling. New York:
Farrar, Straus, and Giroux, 2002.
Wilson
A., The Strange Ride of Rudyard Kipling: His Life and Works. New York: Viking
Press, 1978.