Τέκτων
κατά πατρική απαίτηση
Ο Κλαρκ Γκέιμπλ
(Clark Gable) γεννήθηκε στο Οχάιο των Η.Π.Α. το 1901 από τον Γουίλιαμ Γκέιμπλ και την
Αντελίν Χέρσελμαν. Προερχόταν από ιδιαίτερα εύπορη οικογένεια αφού ο πατέρας
του ασχολείτο με γεωτρήσεις πετρελαίου. Το επίθετό του ήταν κανονικά Goebel
(Γκέμπελ), αλλά η οικογένεια το άλλαξε σε Gable, κατά τη διάρκεια
του α' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς ήταν γερμανικό και το αμερικανικό έθνος έτρεφε αντιπάθεια προς τους
γερμανούς.
Στην εφηβεία του ο Gable,
υπήρξε ιδιαίτερο ψηλό παιδί με δυνατή φωνή. Οι καλλιτεχνικές του τάσεις που
ήταν έκδηλες από μικρό παιδί ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο, όταν στα δεκατρία
του ήταν το μόνο ανήλικο μέλος της μουσικής μπάντας της πόλης. Επίσης, λάτρευε
τον Σαίξπηρ και του
άρεσε να απαγγέλει τα σονέτα του. Ο πατέρας του, που προτιμούσε ο γιος του να
ασχολείται με το κυνήγι, προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει να βελτιώσει τη
μόρφωσή του, αγοράζοντάς του μια εγκυκλοπαίδεια 72 τόμων με όλα τα
αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Όταν ο Gable ήταν δεκαεφτά χρονών, ο
πατέρας του αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα και αναγκάστηκε να μετακομίσει
μαζί με την οικογένειά του σε μια φάρμα κοντά στο Έικρον του Οχάιο. Ο Gable που
δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον, αποφάσισε να πάει να δουλέψει σε
εργοστάσιο λάστιχων. Την ίδια χρονιά αποφάσισε να γίνει ηθοποιός αφότου
παρακολούθησε την θεατρική παράσταση «The Bird of Paradise».
Το 1924 ο Gable βρέθηκε στο Hollywood. Στη συνέχεια παντρεύτηκε με την
καθηγήτρια της υποκριτικής του Τζοζεφίν Ντίλον και
ανέλαβε καθήκοντα ατζέντη. Οι πρώτοι του ρόλοι ήταν σε βωβές ταινίες του Έριχ
Φον Στρόχαϊμ, όπου εμφανιζόταν ως κομπάρσος. Συμμετείχε επίσης και σε ταινίες
μικρού μήκους, αλλά το γεγονός ότι δε του ανέθεταν κανένα μεγάλο ρόλο τον
απογοήτευσε και έτσι επέστρεψε στο θέατρο. Εκεί γνωρίστηκε με τοn επίσης τέκτονα Λάιονελ Μπάριμορ (Lionel Barrymore), με τον οποίο διατήρησε μακροχρόνια φιλία. Αυτός ήταν που τον παρότρυνε να
συνεχίσει να εργάζεται στο θέατρο. Την περίοδο 1927 - 1928, εμφανίστηκε σε
πολλές παραστάσεις στο Χιούστον με τη θεατρική ομάδα των αδελφών Λάρκιν. Άρχισε
να αποκτά εμπειρία και αυτοπεποίθηση, ενώ παράλληλα η σύζυγός του, κατάφερε να
του βρει δουλειά στο Broadway. Στο Broadway εμφανίστηκε στην παράσταση Machinal
κερδίζοντας τις εντυπώσεις. Η εφημερίδα Morning Telegraph έγραψε για
εκείνον: «Είναι νέος, με πυγμή και πολύ αρρενωπός».
Η οικονομική κρίση των
τελών της δεκαετίας του '20, σε συνδυασμό με την κατάργηση των βωβών ταινιών,
προκάλεσε την ακύρωση πολλών θεατρικών παραστάσεων την περίοδο 1929 - 1930.
Κατά συνέπεια ήταν δύσκολο να βρει κανείς δουλειά ως ηθοποιός.
Η αρχή μιας λαμπρής καριέρας
Αφού έλαβε καλές
κριτικές για την εμφάνισή του στη θεατρική παράσταση The Last Mile στο Λος Άντζελες το 1930, υπέγραψε συμβόλαιο με την Metro Goldwyn Mayer
και είδε το άστρο του να ανατέλλει. Πριν υπογράψει συμβόλαιο με την MGM, είχε ήδη
στο ενεργητικό του ένα αποτυχημένο δοκιμαστικό για τη Warner, όπου είχε
απορριφθεί από τον παραγωγό Ντάριλ Φ. Ζάνουκ (Darryl F.
Zanuck), λόγω των μεγάλων του αυτιών. Ο πρώτος του
κινηματογραφικός ρόλος ήταν σε ένα γουέστερν χαμηλού προϋπολογισμού, με τίτλο «The
Painted Desert», όπου υποδυόταν έναν κακοποιό. Μετά την προβολή της ταινίας
στα γραφεία της MGM, έφτασαν χιλιάδες γράμματα θαυμαστριών και -σιγά σιγά- η εταιρία άρχισε να
τον προωθεί όλο και περισσότερο. Το 1931 γύρισε συνολικά 12 ταινίες και συνεργάστηκε με τη Γκρέτα Γκάρμπο, τη Τζόαν Κρόφορντ, τη Τζιν Χάρλοου και τη Μύρνα Λόι. Μέσα σε διάστημα τριών ετών, είχε γίνει ο πιο εμπορικός
ηθοποιός της Αμερικής και τον αποκαλούσαν «Βασιλιά του Hollywood».
Όσκαρ για το «Συνέβη μια
νύχτα»
Ο Gable δεν ήταν η πρώτη επιλογή για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία του Φρανκ Κάπρα «Συνέβη μια νύχτα».
Ο Ρόμπερτ Μοντγκόμερι είχε ήδη απορρίψει το ρόλο. Ο επίσης τέκτων Λούι Β. Μάγιερ (Louis Β.
Mayer), με βαριά καρδιά, τον δάνεισε στην Columbia
Pictures το 1934, επειδή εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε κατάλληλος ρόλος για εκείνον και τον
πλήρωναν χωρίς να έχουν κέρδος. Ο Gable που αρχικά ήταν αρνητικός με την ιδέα
του να πρωταγωνιστήσει στο «Συνέβη μια νύχτα»,
προσαρμόστηκε σε μικρό χρονικό διάστημα και απέκτησε καλές σχέσεις με τον
Κάπρα. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων διασκέδαζε σκαρώνοντας φάρσες στην
συμπρωταγωνίστριά του την Κλοντέτ Κολμπέρ. Η
ερμηνεία του ως πονηρού και κεφάτου άνδρα θα χαρακτήριζε την καριέρα του από
εκείνη τη στιγμή κι έπειτα. Σε κάποια σκηνή της ταινίας ο Gable έπρεπε να
βγάλει τη μπλούζα του, για να αποκαλύψει το γυμνό του θώρακα, καθώς φορούσε
φανελάκι από μέσα. Αποτέλεσμα ήταν να επηρεαστεί το ανδρικό κοινό και να πέσουν
αισθητά οι πωλήσεις εσωρούχων στις ΗΠΑ του 1934. Η ταινία κέρδισε Όσκαρ καλύτερης
ταινίας, σεναρίου, σκηνοθεσίας και Α' ανδρικού και γυναικείου ρόλου το 1934, κάτι που ούτε ο Gable, αλλά ούτε και η Κολμπέρ περίμεναν στην αρχή των
γυρισμάτων. Ο Gable, πλέον κάτοχος βραβείου Όσκαρ επέστρεψε στην Metro, ως
αστέρι πρώτου μεγέθους.
Όσα παίρνει ο άνεμος
Παρά την επίσης
απροθυμία του να παίξει το ρόλο του Ρετ Μπάτλερ, Gable είναι γνωστός μέχρι και
σήμερα για την ερμηνεία του στο «Όσα παίρνει ο άνεμος» (Gone With The Wind), που του χάρισε την τρίτη του υποψηφιότητα
για Όσκαρ Α' ανδρικού ρόλου. Η σύζυγός του Κάρολ Λόμπαρντ (Carole Lombard) ήταν η πρώτη που του πρότεινε να υποδυθεί το Ρετ Μπάτλερ, όταν αγόρασε
τον ένα αντίτυπο του μπεστ-σέλερ, το οποίο ο Gable αρνήθηκε να διαβάσει.
Από την κυκλοφορία του
μυθιστορήματος, τόσο το κοινό όσο και ο παραγωγός της ταινίας Ντέιβιντ Ο' Σέλζνικ (David O’ Selznick) ήθελαν το Gable για αυτό το ρόλο. Αλλά επειδή ο Σέλζνικ δεν είχε στην
κατοχή της νεοσύστατης εταιρίας του, κανέναν μεγάλο αστέρα της εποχής, έπρεπε
να πάρει ηθοποιό από άλλο στούντιο. Έτσι προσέγγισε πρώτα τον Γκάρι Κούπερ για να
του προτείνει το ρόλο. Όταν ο Κούπερ απέρριψε το ρόλο του Ρετ Μπάτλερ, λέγεται
πως είπε ότι το «Όσα παίρνει ο άνεμος»
επρόκειτο να είναι η μεγαλύτερη αποτυχία στην ιστορία του Hollywood.
Ο Σέλζνικ ήταν πλέον
αποφασισμένος να προσλάβει Gable και προσπαθούσε να βρει κάποιον τρόπο για να
τον δανειστεί από την Metro-Goldwyn-Mayer.
Στο μεταξύ ο Gable είχε αποφασίσει να δεχτεί το ρόλο, μη θέλοντας να απογοητεύσει
το κοινό που τον είχε ταυτίσει με τον Μπάτλερ. Έχοντας πλέον δεχτεί το ρόλο ο Gable
είπε: «νομίζω ότι καταλαβαίνω πλέον πως αισθάνεται η μύγα που βρίσκεται
αιχμάλωτη στον ιστό αράχνης». Το «Όσα παίρνει ο άνεμος»
ήταν η πρώτη έγχρωμη ταινία στην καριέρα του Gable. Η διασημότερη ατάκα του Gable
στην ταινία παραμένει ένα ορόσημο στην παγκόσμια κινηματογραφία: «Ειλικρινά,
αγαπητή μου, δεν δίνω δεκάρα».
Σε
ηλικία 41 ετών με το ξέσπασμα του β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατατάχθηκε στις
Ένοπλες Δυνάµεις και συγκεκριµένα στην Πολεµική Αεροπορία και εν συνεχεία
προωθήθηκε στην πρώτη γραμμή και έλαβε µέρος σε επιχειρήσεις βοµβαρδισµού της
Γερµανίας, επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ηρωισµό, για τον οποίο παρασηµοφορήθηκε µε
το Μετάλλιο «Εξαιρέτων Πράξεων». Μετά τη λήξη του πολέµου, αποστρατεύθηκε µε
τον βαθµό του Ταγµατάρχη και επέστρεψε στη µεγάλη οθόνη –µε παρτενέρ αυτή τη
φορά νέες και ανερχόµενες ηθοποιούς– γυρίζοντας το πρώτο του φιλµ μετά τον
πόλεμο, το 1945. Όµως, τόσο αυτή η ταινία, όσο και οι υπόλοιπες που θα
ακολουθήσουν δεν θα έχουν την επιτυχία που περίµενε αν και η δηµοτικότητά του πάντοτε
παρέµενε σε υψηλά επίπεδα.
Τεκτονικός βίος
Ο Gable δεν ήταν
αυτό που θα ονομάζαμε παράδειγμα ένθερμου τέκτονα, αφού, όπως ο ίδιος είχε κατ’
επανάληψη δηλώσει, υπέβαλε αίτηση εισδοχής μόνο και μόνο για να ευχαριστήσει
τον πατέρα του. Ο ίδιος είχε παραδεχθεί ότι δεχόταν πάνω από μία δεκαετία πίεση
από τον πατέρα του να ενταχθεί στην Αδελφότητα, αφού ο πατέρας Gable πίστευε ότι αυτή ήταν η
μόνη λύση για να πάψει ο γιος του να ασχολείται με τα καλλιτεχνικά. Τελικώς, ο Clark ενέδωσε μόνον όταν
εξασφάλισε «ασυλία» όσον αφορά στην καριέρα του στο Hollywood. Έναν μόλις χρόνο μετά ήρθε γι’ αυτόν η υποψηφιότητα
για Όσκαρ, την οποία πληροφορήθηκε από τον επιστήθιο φίλο του Lionel Barrymore
μετά από τις εργασίες της Στοάς τους.
Η
αλήθεια είναι, βέβαια, ότι ο Gable μεγάλωσε
σε τεκτονικό περιβάλλον, ενώ πλείστοι εξ αυτών που τον βοήθησαν και πίστεψαν
στο ταλέντο του ήταν τέκτονες, όπως ο Louis Β. Mayer (St. Cecile
Lodge υπ’ αριθμ. 558), ο Lionel Barrymore (Beverly Hills Lodge υπ’ αριθμ.
528) και ο Darryl F. Zanuck. Πολλές
φορές στη διάρκεια του βίου του αναφέρθηκε με ευγνωμοσύνη σε αυτούς. Η κοινή
τεκτονική ιδιότητα αποτελεί μια μη καταγεγραμμένη πτυχή των σχέσεών τους.
Σύμφωνα με τα τεκτονικά αρχεία της Μεγάλης
Στοάς της California, ο Gable μυήθηκε το 1933 στη Beverly Hills Lodge
υπ’
αριθμ. 528 στο Hollywood. Τον ίδιο
χρόνο έλαβε τον βαθμό του Εταίρου, ενώ το 1934 ανυψώθηκε στον βαθμό του Διδασκάλου.
Στον Α.Α.Σ.Τ. είχε αποδεδειγμένα λάβει τον 32ο βαθμό, ενώ ήταν μέλος
του Τάγματος των Ευγενών του Μυστικού Ιερού, γνωστού και ως «Τάγμα των Shriners»,
(«Ancient Arabic Order of the Nobles of the Mystic Shrine») και συγκεκριμένα ανήκει
στο πλήρωμα του «Al Malaika Temple» στο Los Angeles. Να θυμίσουμε ότι μέχρι το έτος 2000, προκειμένου να ζητήσει εισδοχή
κάποιος στο Τάγμα των Shriners έπρεπε
να είχε σχεδόν εξαντλήσει τους βαθμούς του Σκωτικού Τύπου (32ο) ή
του Τύπου της Υόρκης (Ιππότης του Ναού). Το ίδιο ίσχυε και για τον Gable, o οποίος πολλάκις
περήφανα φωτογραφήθηκε με το χαρακτηριστικό κόκκινο φέσι του Τάγματος σε
εκδηλώσεις για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Σύμφωνα με τον
βιογράφο του W.T. Harris, o Gable παρέμεινε ενεργός τέκτων όλη του τη ζωή, χρησιμοποιώντας τη Στοά ως «καταφύγιο στα κατά καιρούς προβλήματα θλίψης
που αντιμετώπιζε, ιδίως μετά τον θάνατο της αγαπημένης του συζύγου Carole Lombard».
O Gable υπήρξε
αναμφισβήτητα μεγάλος ηθοποιός, ήρωας πολέμου και –για πολλούς- από τους πιο
μεγαλύτερους δανδήδες του Ηollywood. Ιστορική
θα μείνει η φράση του: «Έγινα τέκτων για χάρη του πατέρα μου
προκειμένου να με αφήσει να γίνω ηθοποιός. Έγινα ηθοποιός για να έχω πολλές
γυναίκες. Όχι τόσες πολλές όμως … aν πήγαινα με όλες τις γυναίκες που λένε ότι έχω
πάει, δεν θα είχα καιρό για ψάρεμα».
Βιβλιογραφία
Harris W. T., Clark Gable: A Biography. New York:
Harmony, 2002.
Lewis J., Uncommon Knowledge (book (Pocket
Books/Simon & Schuster, 1994.
Spiser Ch., Clark Gable: Biography, Filmography,
Bibliography. Jefferson, North Carolina: McFarland & Company, 2002.
Denslow W., Truman H., 10,000
Famous Freemasons, Part 1, 1957.
Φυσεντζίδης Μ., Μεγάλες μορφές του παγκόσμιου Τεκτονισμού, τ. 2, 2012 (υπό έκδοση)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου