Α. Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΡΑΜΣΕΫ
1. Πρώιμα βιογραφικά στοιχεία
O
Ανδρέας Μιχαήλ Ράμσεϋ (Andrew Michael
Ramsey) γεννήθηκε το έτος 1686[1]
(κατά άλλους συγγραφείς το 1681 ή το 1688) στην μικρή πόλη Άυρ (Ayr)
της Σκωτίας[2]
και πέθανε στον Άγιο Γερμανό (St. Germain) της Γαλλίας το 1743. Η
καταγωγή του δεν είναι επακριβώς εξακριβωμένη. Η πλέον πιθανή πάντως εκδοχή
είναι ότι δεν ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, ανατράφηκε δε σε περιβάλλον έντονα
Καλβινιστικό[3].
Περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη γενέτειρά του, αλλά δεν είναι γνωστό
πότε και που συνέχισε την πανεπιστημιακή του μόρφωση. Η πιο πιθανή εκδοχή είναι
ότι τις συνέχισε αρχικά στη Γλασκώβη και εν συνεχεία στο Πανεπιστήμιο του
Εδιμβούργου, όπου κατά τους βιογράφους του σπούδασε Μαθηματικά, Θεολογία, αλλά
και τους Κλασσικούς[4].
Το 1708 εδέχθη τη θέση του
διδασκάλου - παιδαγωγού των παιδιών του David, 3rd Earl of
Wemyss[5]. Τη θέση αυτή εγκατέλειψε
ξαφνικά προκειμένου να υπηρετήσει ως αξιωματικός στον αγγλικό στρατό, στην Ολλανδία κατά τον
Ισπανικό πόλεμο των Διαδόχων το έτος 1710.
Τον Αύγουστο του 1710, όπως
γράφει ο ίδιος[6],
επισκέπτεται την πόλη Καμπραί (Cambrai) της Γαλίας προκειμένου να
συναντήσει έναν από τους σπουδαιότερους Γάλλους θεολόγους, τον περίφημο Φενελόν
(Fénelon)[7].
Ο Ράμσεϋ
ήταν θαυμαστής των ανθρωπιστικών ιδεών του αρχιεπισκόπου Φενελόν, ο οποίος λόγω
των ιδεών του αυτών είχε εκτοπισθεί της Παρισινής αυλής και διέμενε στην πόλη
Καμπραί. Κατά την επίσκεψή του εκεί ο Ράμσεϋ ασπάσθηκε τον Καθολικισμό και
παρέμεινε πιστός σε αυτόν μέχρι το τέλος της ζωής του, διαμένοντας στο σπίτι
του Φενελόν μέχρι το 1714. Το έτος εκείνο, επεσκέφθη την περίφημη Madame
Guyon[8] στην πόλη Blois
και παρέμεινε με αυτήν για δύο χρόνια ως μαθητής της, αλλά και ως προσωπικός
της γραμματέας. Το 1716 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου προσελήφθη ως παιδαγωγός
του υιού του Κόμη de Sassenage. Εκεί ήρθε για πρώτη φορά
σε επαφή με τους εξόριστους Στιούαρτ (Stuart). Έμεινε στην υπηρεσία του
Κόμη μέχρι το 1723. Τον Μάιο του 1723 περικοσμήθηκε Ιππότης του Τάγματος του
Αγίου Λαζάρου της Ιερουσαλήμ[9],
ενώ μόλις 3 ημέρες αργότερα έλαβε διά χειρός του διεκδικητή του θρόνου (Old
Pretender) της Αγγλίας Ιακώβου ΙΙΙ[10]
ένα αποδεικτικό ευγενείας (patent of
nobility)[11].
Toν Ιανουάριο του 1724 αναλαμβάνει παιδαγωγός του, ηλικίας
τεσσάρων ετών, Πρίγκηπα Καρόλου Εδουάρδου Στιούαρτ (Charles Edward
Stuart), υιού του Ιακώβου ΙΙΙ, και για τον λόγο αυτό μεταβαίνει στη
Ρώμη. Όμως, η ζωή της Ρώμης απεδείχθη ουδόλως ευχάριστη για τον Ράμσεϋ ο οποίος
θεωρήθηκε εξ αρχής ως παρίας στο περιβάλλον του Ιακώβου και, για τον λόγο αυτό,
αναγκάστηκε να αποχωρήσει λίγους μόλις μήνες αργότερα (Νοέμβριος του 1724)[12].
Από το 1725 έως το 1728 ο
Ράμσεϋ έμεινε ως φιλοξενούμενος στην οικία του Δούκα de Sully.
Αυτή ήταν και η περίοδος (1727) κατά την οποία ολοκλήρωσε και δημοσίευσε το
βιβλίο του «Τα ταξίδια του Κύρου» («Les voyages de Cyrus»). Σε κάθε περίπτωση
δεν πρέπει να λησμονήσουμε ότι ανέπτυξε σημαντική επιστημονική και συγγραφική
δράση γράφοντας μεταξύ άλλων τη «Ζωή του Φενελόν» («Histoire
de la vie de Mess.
François de Salignac de la
Motte Fénelon») (1723-1724), την «Ιστορία της Turenne» («Histoire
de Turenne, Paris») (1735), και τις «Φιλοσοφικές Αρχές Φυσικής και
αποκαλυπτικής θρησκείας» («Principes philosophiques de la religion naturelle
et révélée»), (1749), το οποίο εξεδόθη μετά το θάνατό του.
2. Η επιστροφή στην Αγγλία και η τεκτονική μύηση
Το 1727 ο Γεώργιος ΙΙ
ανέβηκε στον θρόνο της Αγγλίας και μια περιορισμένη αμνηστία χορηγήθηκε,
γεγονός που επέτρεψε, μεταξύ άλλων, και στον Ράμσεϋ να επιστρέψει στην Αγγλία
στα μέσα του 1729. Την ίδια χρονιά (11 Δεκεμβρίου) εκλέγεται μαζί με τον
Μοντεσκιέ (Montesquieu) εταίρος της Βασιλικής Εταιρίας (Royal
Society), ενώ το επόμενο έτος, ο Ράμσεϋ, έγινε μέλος του
περίφημου Gentleman’s Club of
Spalding μέλη του οποίου είχαν υπάρξει ο Sir
Isaac Newton, ο Alexander Pope και ο ίδιος ο
Dr Desaguliers. Η γνωριμία του με τον τελευταίο είναι και η
επικρατέστερη εκδοχή για τη μύησή του στον Τεκτονισμό. Λανθασμένα αναφέρεται
από ορισμένους τέκτονες ιστορικούς ότι μυήθηκε το 1709 στην πόλη Kilwinning,
δηλαδή σε χρόνο προ της δημιουργίας της πρώτης Μεγάλης Στοάς στο Λονδίνο[13].
Πράγματι, ο Ράμσεϋ μυήθηκε
στον Τεκτονισμό το 1730 στη Στοά «Horn»[14]
του Λονδίνου, λίγες μόλις εβδομάδες μετά τον Μοντεσκιέ[15].
Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι σχετική αναφορά έγινε και στην εφημερίδα
«Εσπερινός Ταχυδρόμος» («Evening Post»)
του Λονδίνου της 17ης Μαΐου 1730. Σύμφωνα με τα εκεί γραφόμενα ο
«Ράμσεϋ εμυήθη … εις την αυλήν του Ανακτόρου του Ουέστμίνστερ, σεβασμιεύοντος
του Δουκός του Ρίτσμοντ»[16].
Δυστυχώς, τα αρχεία των μελών της Στοάς από την εποχή εκείνη δεν σώζονται.
Να σημειωθεί, ότι το 1730 επεσκέφθη
την Οξφόρδη και ανεκηρύχθη επίτιμος διδάκτωρ του Δικαίου στο εκεί Πανεπιστήμιο.
Ήταν ο πρώτος Καθολικός που έτυχε αυτής της τιμής από την εποχή της Μεταρρύθμισης
(1535)[17].
H εκλογή του ως διδάκτωρ δεν ήταν ανέφελη, αλλά συνάντησε ισχυρή
αντίθεση στους ακαδημαϊκούς κύκλους, αφού έλαβε 85 ψήφους υπέρ και 17 κατά.
3. Τα τελευταία χρόνια
Ο Ράμσεϋ επέστρεψε στο
Παρίσι τον Ιούλιο του 1730 και συνέχισε να εργάζεται ως παιδαγωγός έως το 1741.
Τον Μάρτιο του 1735 ο Ιάκωβος ΙΙΙ του απένειμε τον τίτλο του Ιππότη και τον
ονόμασε Βαρονέτο (Baronet) μετά από σύσταση του Sir
David Nairne, του οποίου τη νεότερη
κόρη, ο Ράμσεϋ, νυμφεύτηκε τον Ιούνιο του ίδιου έτους[18].
Ένα έτος αργότερα (26
Δεκεμβρίου 1736) ο Ράμσεϋ εμφανίζεται κατά κυριολεξία από το πουθενά στα
τεκτονικά δρώμενα της Γαλλίας με το τη χειρόγραφη εκδοχή του Λόγου του
(«1736 - Discours de Mr Le Cher de Ramsay Prononcé
a la
Loge de St jean le
26 Xbre»)
υπό την ιδιότητά του ως Μεγάλος Ρήτωρ (κατά άλλους συγγραφείς ως Μεγάλος Καγκελάριος[19])
της εδρεύουσας στο Παρίσι Μεγάλης Στοάς. Ο Λόγος από
ορισμένους εσφαλμένως είχε αποδοθεί στον Μέγα Διδάσκαλο Δούκα ντ’ Αντέν (Duc
D’ Anten), ενώ ιστορικά αμφισβητείται εάν πράγματι
εκφωνήθηκε. Κατά άλλους, η εκφώνησή του ματαιώθηκε από τον Καρδινάλιο Φλερύ (Fleury),
o οποίος δεν τον ενέκρινε, μολονότι ο Ράμσεϋ υπήρξε για πολύ
καιρό προστατευόμενος του Καρδιναλίου.
Ο Ράμσεϋ πέθανε στο Παρίσι
στις 6 Μαΐου του 1743. Στη νεκρώσιμη τελετή που έγινε την επόμενη ημέρα
παρευρέθηκαν δύο πολύ σημαντικοί τέκτονες. Ο Κόμης του Derwentwater, ο οποίος είχε εκλεγεί
Μέγας Διδάσκαλος της Γαλλίας και ο Alexander
of
Montgomerie,
10ος Κόμης του Eglinton,
τότε μόλις 19 ετών, ο οποίος είχε μυηθεί από τον Κόμη του Kilmarnock στη Στοά Kilwinning το 1742 και ο οποίος επρόκειτο να γίνει Μεγάλος
Διδάσκαλος της Σκωτίας το 1750. Αμφότεροι υπέγραψαν το πιστοποιητικό θανάτου
του Ράμσεϋ.
Β. Ο ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΟΙ
ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ
1. Η ύπαρξη δύο εκδοχών – Η χειρόγραφη και η πρώτη έντυπη
Μέχρι το 1964 οι ερμηνείες
όλων των έγκριτων ιστορικών αναφορικά με τον Λόγο του Ράμσεϋ είχαν ένα κοινό
στοιχείο· ήτοι αναφέρονταν σε αυτόν σαν να ήταν ένας. Ο γάλλος ιστορικός Pierre
Chevallier[20] ήταν ο πρώτος ο οποίος
ανακάλυψε μία προγενέστερη χειρόγραφη εκδοχή του Λόγου του Ράμσεϋ[21].
Στην πραγματικότητα ακολουθώντας τα όσα ανέφερε ο Lantoine περί της υπάρξεως ενός
εγγράφου στα αρχεία της γαλλικής πόλης Epernay, ανακάλυψε το χειρόγραφο.
Κατά τον Lantoine επρόκειτο για μια ατελή εκδοχή του Λόγου, για ένα
είδος προσχεδίου, όπως το χαρακτήριζε[22].
Ο Lantoine, όμως, έκανε λάθος. Τα δύο κείμενα ήταν
διαφορετικά μεταξύ τους.
Το ένα κείμενο, το
χειρόγραφο του 1736, αποτελείται από 2.240 λέξεις και φέρει ημερομηνία 26
Δεκεμβρίου, μία ημέρα δηλαδή πριν ο Κόμης του Derwentwater, εκλεγεί Μέγας Διδάσκαλος
από τη Γενική Συνέλευση των Τεκτόνων του Παρισιού. Το άλλο κείμενο, το έντυπο,
το οποίο δημοσιεύτηκε (και όχι στο Almanach des
Cocus[23], όπως γράφει ο Μ.
Λογοθέτης), φέρει ημερομηνία 1738 και αποτελείται από 2.715 λέξεις. Ακολούθησαν
πολλές ανατυπώσεις με πιο γνωστές αυτές του Λονδίνου το 1757 και το 1795, της
Χάγης το 1773 και της Φρανκφούρτης το 1741 ως παράρτημα στην έκδοση των
Συνταγμάτων του Άντερσον.
Από τη σύγκριση των δύο κειμένων παρατηρούμε ότι
υπάρχουν αρκετές διαφοροποιήσεις σε αυτά, ήτοι κατά κύριο λόγο προσθήκες στην
έντυπη έκδοση, αλλά και μια έντεχνη απάλειψη βιβλικών αναφορών για την καταγωγή
του Τεκτονισμού. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι ο Λόγος έχει στοιχεία
πρωτοτυπίας, αλλά κατά βάση ομοιάζει με μια προσπάθεια εξωραϊσμού του κειμένου
του Άντερσον, κατά το διδακτικό και ηθικοπλαστικό του μέρος. Η αναφορά στις Σταυροφορίες
και στους Ιππότες (παραδόξως όχι στους Ιππότες του Ναού) εξηγείται από την
εμπειρία του Ραμσεϋ ως Ιππότη του Τάγματος τους Αγίου Λαζάρου, αλλά και αυτού
του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ. Τέλος, οι αναφορές του στη Στοά του Kilwinning,
μάλλον εξηγούνται από την αφοσίωσή του προς τους Στιούαρτ αλλά και στην
καταγωγή του από την Σκωτία.
2. Το περιεχόμενο του Λόγου
Τα κύρια μέρη του Λόγου
είναι τα εξής:
-
Οι
ιδιότητες που πρέπει να έχει ο Τέκτων.
-
Η
αναφορά στους Σταυροφόρους, ως προγόνους των Τεκτόνων, και στις τάξεις που
αυτοί χωρίζονταν, ήτοι Μαθητές, Εταίροι και Διδάσκαλοι ή Τέλειοι.
-
Τα
μυστικά σύμβολα, οι ιερές λέξεις και η σημασία τους.
-
Οι
εορτές της Αρχαιότητας και η σημασία τους για τους Τέκτονες.
-
Η
προέλευση του ονόματος ελεύθερος τέκτων.
-
Η
σύνδεση του Τεκτονισμού με τον οίκο των Στιούαρτ.
Στον Λόγο του, ο Ράμσεϋ,
ανάγει την αρχική καταγωγή του Ελευθεροτεκτονισμού στους Αγίους Τόπους κατά την
εποχή των Σταυροφοριών και θεωρεί ότι οι ιδρυτές του προέρχονται εκ των τάξεων
των Σταυροφόρων. Μολονότι η άποψη αυτή του Ράμσεϋ δεν είχε καμία βάση και ήταν
προδήλως εσφαλμένη, έγινε την εποχή εκείνη δεκτή με ενθουσιασμό από πολλούς[24].
Ο Λόγος αρχίζει ως εξής:
«Αδελφοί μου, ο ευγενής ζήλος τον οποίο επιδεικνύετε προκειμένου να
γίνετε δεκτοί στο ευγενές και επιφανές Τάγμα των Ελευθεροτεκτόνων, αποτελεί
ασφαλή απόδειξη ότι κατέχετε όλες εκείνες τις ιδιότητες, οι οποίες είναι
αναγκαίες για να γίνετε μέλη του, δηλαδή ανθρωπισμό, ήθος αγνό, απαράβατο και
διαρκή εχεμύθεια, φιλοκαλία, καλαισθησία και αγάπη για τις καλές τέχνες. Οι
άνθρωποι δεν διακρίνονται από τις διαφορές των γλωσσών που ομιλούν … των χωρών
που κατοικούν και των αξιωμάτων που κατέχουν. Ο κόσμος ολόκληρος είναι μια
μεγάλη δημοκρατία, της οποίας κάθε κράτος είναι μια μεγάλη οικογένεια και κάθε
άνθρωπος ένα παιδί. Προς τον σκοπό αυτόν δημιουργήθηκε αρχικά η αδελφότης μας,
προκειμένου να αναζωπυρώσει και να διασώσει αυτές τες βασικές αρχές οι οποίες
ελήφθησαν από τη φύση του ανθρώπου. Επιθυμούμε να ενώσουμε του ανθρώπους με
φωτισμένη διάνοια, αγνά ήθη, ευγενική ψυχή, όχι μόνον διά της αγάπης προς τις
καλές τέχνες, αλλά και διά των υψηλών αρχών της αρετής, της επιστήμης και της
θρησκείας. Με τις αρχές αυτές το συμφέρον της αδελφότητος θα καταστεί συμφέρον
όλου του ανθρωπίνου γένους και εξ αυτών των αρχών όλα τα έθνη θα αποκτήσουν
βασικές θεμελιώδεις γνώσεις και οι πολίτες θα μάθουν να αγαπώνται αμοιβαίως
μεταξύ τους.
Οι πρόγονοί μας οι Σταυροφόροι … ήθελαν να ανυψώσουν τους
ανθρώπους όλων των εθνών σε μία και μοναδική αδελφότητα. Συνεργάστηκαν με τους
«Ιππότες του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ», οι οποίοι αργότερα στην Ευρώπη
ονομάστηκαν «Ελεύθεροι Τέκτονες». Πρέπει να είμεθα υποχρεωμένοι στους
εξαίρετους αυτούς ανθρώπους, οι οποίοι επινόησαν έναν θεσμό του οποίου
μοναδικός σκοπός είναι η ένωση των πνευμάτων και των καρδιών προς βελτίωσή τους
και εν συνεχεία το σχηματισμό ενός καθαρά πνευματικού έθνους, μέσα στο οποίο θα
δημιουργηθεί ένας λαός αποτελούμενος από ανθρώπους ενωμένους με τους δεσμούς
της αγάπης και της επιστήμης.
Το αγνό ήθος είναι η δεύτερη απαίτηση του Τάγματός μας. Τα
θρησκευτικά τάγματα δημιουργήθηκαν για να διαμορφώσουν τους ανθρώπους σε καλούς
χριστιανούς. Τα στρατιωτικά τάγματα για να εμπνεύσουν στους ανθρώπους την αγάπη
προς την αληθή δόξα. Το αντίστοιχο Ελευθεροτεκτονικό για να διαπλάσει ευγενείς
ανθρώπους, καλούς πολίτες … πιστούς λάτρεις και θαυμαστές της φιλίας, οι οποίοι
αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στην αρετή, παρά στην τελική ανταμοιβή και τηρούν
πιστά τις υποσχέσεις τους, τιμούν δε ως ιερά την ενότητα της φιλίας και αγαπούν
τα χρηστά ήθη.
Έχουμε μεταξύ μας τρία είδη αδελφών: Μαθητές, Εταίρους και
Διδασκάλους. Στους πρώτους εξηγούνται οι ηθικές αρετές, στους δεύτερους οι
αρετές των ειδωλολατρών και στους τρίτους οι χριστιανικές αρετές. Κατ’ αυτόν
τον τρόπο ο θεσμός μας εγκλείει ολόκληρη τη φιλοσοφία των αισθημάτων και
ολόκληρη τη θεολογία της καρδίας. Ένας εκ των εξοχοτάτων αδελφών μας λέγει:
«Ελευθεροτέκτονες, δεχθείτε τον ενθουσιασμό μου. Το Τάγμα προκάλεσε αυτόν μέσα
εις την καρδία μου, η οποία είναι ευτυχής εάν η ευγενική μου προσπάθεια με
καθιστά άξιον της προσοχής σας και με ανυψώνει προς το αληθινά Υψηλόν προς την
πρώτην Αλήθειαν, προς το αγνόν Θείον Όν, την ουράνιαν Αρχήν της ψυχής, την
Πηγήν της ζωής και της αγάπης.»
Για τις τεκτονικές
συνεστιάσεις o Ράμσεϋ
λέγει:
«Επειδή η στείρα διδασκαλία της φιλοσοφίας κουράζει τους ανθρώπους και
ελαττώνει την όρεξη να ασχοληθούν με το θέμα της αρετή,ς οι πρόγονοί μας
Σταυροφόροι θέλησαν να καταστήσουν το θέμα αυτό περισσότερο ευχάριστο στους
ανθρώπους και να συντελέσουν στην όσον το δυνατό ευρύτερη διάδοση της αρετής,
διά της γοητείας αθώων διασκεδάσεων, της γλυκιάς μουσικής, της αγνής χαράς και
της λογικής και, συνεπώς, της φρόνιμης ευθυμίας. Οι εορτές της Δήμητρος στην Ελευσίνα, της Ίσιδος
στην Αίγυπτο, της Αθηνάς εις τας Αθήνας, της Ουρανίας στους Φοίνικας και της
Αρτέμιδος στη Σκυθία, είχαν ομοιότητες με τις δικές μας. Εόρταζαν εκεί Μυστήρια
στα οποία υπήρχαν πολλά ίχνη της Αρχαίας Θρησκείας του Νώε και των Πατριαρχών.
Οι εορτές τελείωναν με γεύματα και σπονδές χωρίς υπερβολές … στις οποίες
εξέπεσαν και κατέληξαν, με την πάροδο των ετών, οι εορτές των ειδωλολατρών ….
Οι εορτές μας δεν είναι όπως τις φαντάζεται η αμύητος κοινωνία και το αμαθές
πλήθος. Από τις εορτές αυτές αποβάλλονται όλα τα ελαττώματα και αι κακές
συνήθειες της ψυχής και του πνεύματος και αποκλείονται η αθεΐα, η απιστία, η
χλιδή και η ευωχία. Οι συνεστιάσεις μας ομοιάζουν προς τα ενάρετα δείπνα του
Οράτιου, όπου συζητούνταν όλα όσα διαφωτίζουν τη διάνοια, αποκαθιστούν τη
γαληνή της ψυχής και εμπνέουν την αγάπη προς το Αληθές, το Καλό και το Ωραίο.
Συνεπώς
τα καθήκοντα τα οποία σας επιβάλει το Τάγμα είναι να διαφωτίζετε τους
συμπολίτες με την συνετή κρίση, να τους παραδειγματίζετε με τις αρετές σας, να
τους βοηθήσετε στις ανάγκες τους, να αποβάλλετε κάθε προσωπική αντιπάθεια και
αποστροφή και να προβάλλετε πάντοτε όλα εκείνα τα οποία ημπορούν να συμβάλλουν
εις την ειρήνη και εις την ένωση των ανθρώπων.»
Αλλά και το θέμα της
εχεμυθείας θίγει ο Ράμσεϋ, αναφέροντας:
«Έχουμε μυστικά σύμβολα και ιερές λέξεις, που ομιλούν άλλοτε σιωπηλή και
άλλοτε ευφραδή γλώσσα …. Και οι Σταυροφόροι χρησιμοποίησαν μεταξύ τους
ιδιαιτέρες λέξεις για να ασφαλίζονται εναντίων των Σαρακηνών … Τα σημεία και οι
λέξεις διατηρούν άσβεστη την ανάμνηση τους ήθους και της αρετής. Στην οργάνωσή μας επιτελείται κάτι που δεν
συμβαίνει σε καμία άλλη οργάνωση… Οι επιπόλαιοι και οι απερίσκεπτοι … μαθαίνουν αυτή την μεγάλη τέχνη όταν
εισέλθουν εις την αδελφότητά μας. Τόση δύναμη έχει η ιδέα της αδελφικής
ενώσεως. Αν κανείς αδελφός παραβεί και καταπατήσει τις πανηγυρικές υποσχέσεις
που μας ενώνουν, γνωρίζετε αδελφοί μου ότι η τιμωρία του θα είναι οι τύψεις της
συνειδήσεώς του, το όνειδος της απιστίας του και ο αποκλεισμός του από την
αδελφότητά μας. Η πιστή εχεμύθεια έχει την ασφαλή της επιβράβευση.
Δεν επιθυμώ να διαμένω κάτω από την ιδίαν στέγην με εκείνον που
διαδίδει το ιερόν μυστικόν της Δήμητρας», λέγει ο Οράτιος.»
Τέλος, ο Ράμσεϋ επεκτείνεται
στην ιστορία του Τάγματος και λέγει:
«Το όνομα Ελευθεροτέκτων δεν πρέπει να θεωρηθεί κατά κυριολεξία υπό την
αδρά υλική έννοια, ως αν οι ιδρυτές να ήσαν απλοί οικοδόμοι και τεχνίτες. Δεν
ήσαν μόνον εξαίρετοι αρχιτέκτονες οι οποίοι διέθεταν τις ικανότητές τους και τα
αγαθά των προς ανέγερση εξωτερικών ναών, αλλά και ευσεβείς ηγεμόνες που
επιθυμούσαν να ανεγείρουν, να φωτίσουν και να προστατεύσουν τους ζωντανούς
ναούς του Υψηλού, του Αληθούς, του Καλού και του Ωραίου. Τούτο ακριβώς επιθυμώ
να αποδείξω, αναφέρων την ιστορία ή μάλλον την ανανέωση του Τάγματος. Κάθε
οικογένεια, κάθε δημοκρατία, κάθε κράτος των οποίων η αρχική προέλευση
καλύπτεται από την σκοτεινή αρχαιότητα, διατηρεί τους μύθους και τις αλήθειές
του, τους θρύλους, τις παραδόσεις και την ιστορία του. Μερικοί ανάγουν το όνομά
μας εις τους χρόνους του Σολομώντος, άλλοι του Μωυσή, του Αβραάμ, του Νώε και
του Ενώχ, ακόμη και του Αδάμ. Χωρίς να αρνούμαι αυτά θα προχωρήσω εις τα
νεώτερα δεδομένα … από τα έγγραφα του Βρετανικού Κοινοβουλίου και την προφορική
παράδοση του Βρετανικού έθνους, που υπήρξε από του 11ου αιώνος το
κέντρο της αδελφότητός μας. Κατά την εποχή των σταυροφοριών ενώθηκαν πολλοί
ηγεμόνες και πολίτες και ορκίστηκαν να αποκαταστήσουν τις χριστιανικές
εκκλησίας εις τους Αγίους Τόπους και να προσπαθήσουν να τηρήσουν κατά την
οικοδόμηση των την αρχική των μορφή. Παρέλαβαν πολλά παλαιά σημεία και
συμβολικές λέξεις … διά να αναγνωρίζονται και να διακρίνονται από τους
Σαρακηνούς. Εννοείται ότι τα σημεία και αι λέξεις γνωστοποιούνταν μόνον εις εκείνους
οι οποίοι έδιδαν επίσημη υπόσχεση προ του Βωμού ότι δεν θα τις αποκάλυπταν. Η
υπόσχεση αυτή ήταν ένας ισχυρός δεσμός που συνένωνε τους χριστιανούς όλων των
εθνών, σε μία και την αυτή αδελφότητα. Ύστερα από λίγο η αδελφότης μας απέκτησε
στενούς δεσμούς με τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννου της Ιερουσαλήμ. Έκτοτε οι
Στοές φέρουν την ονομασία «Στοές του Αγίου Ιωάννου». Πρέπει, λοιπόν, το Τάγμα
μας να θεωρηθεί όχι ως μια ανανέωση βακχικών εορτών, αλλά ως ένα ηθικό Τάγμα
που ιδρύθηκε σε αρχαιοτάτους χρόνους και ανανεώθηκε στους Αγίους Τόπους για να
υπενθυμίζει πάντοτε την Υψίστη Αλήθεια. Μετά την επιστροφή στα κράτη τους, οι
βασιλείς, ηγεμόνες και λοιποί σταυροφόροι ίδρυσαν διάφορες Στοές. Κατά τους
τελευταίους χρόνους των σταυροφοριών ιδρύθηκαν πολλές Στοές στη Γερμανία, την
Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία και από εκεί εις την Σκωτία, λόγω του στενού
δεσμού των Σκώτων με τους Γάλλους. Ο Ιάκωβος Στιούαρτ της Σκωτίας ήταν Μέγας
Διδάσκαλος της Στοάς που ιδρύθηκε εις Κιλουίνινγκ (Kilwinning) της δυτικής Σκωτίας το έτος 1286 … Ο Ιάκωβος Στιούαρτ εδέχθη
εις την Στοά τον Δούκα του Γκλόστερ (Gloucester) και του
Άλστερ (Ulster) εκ των οποίων ο ένας ήτο Άγγλος και ο άλλος Ιρλανδός.
Μετά την ατυχή έκβαση των σταυροφοριών (περίπου το 1270), ο
Πρίγκηψ Εδουάρδος υιός του Βασιλέως της Αγγλίας Ερρίκου ΙΙΙ … ανέλαβε το Τάγμα
μας υπό την προστασία του και παρεχώρησε νέα προνόμια. Τότε έλαβαν και τα μέλη
της αδελφότητος το όνομα «Ελευθεροτέκτονες» κατά το παράδειγμα το προγόνων μας.
Από της εποχής εκείνης η Μεγάλη Βρετανία είναι η έδρα του Τάγματος, η
συντηρούσα τους νόμους μας και διαφυλάσσουσα τα μυστικά μας. Δυστυχώς, οι
καταστρεπτικές θρησκευτικές έριδες της Ευρώπης τον 16ο αιώνα,
προκάλεσαν την κατάπτωση του Τάγματος, το οποίο είχε ευγενή προέλευση και αρχή.
Καταπνίγηκαν, αλλοιώθηκαν και διαστρεβλώθηκαν πολλές από τις συνήθειές μας, που
ήταν αντίθετες προς τις προκαταλήψεις και τις δεισιδαιμονίες της εκάστοτε
εποχής. Πολλοί από τους αδελφούς μας δυστυχώς λησμόνησαν το πνεύμα των
παραδόσεών μας και διατήρησαν μόνον το γράμμα και τον εξωτερικό φλοιό.
Πρέπει όλοι να προσπαθήσουμε να επαναφέρουμε τα πάντα στην
αρχική τους μορφή. Το έργο αυτό είναι δύσκολο, αλλά απαραίτητο.»
3. Οι πηγές του Λόγου - Αποτίμηση του Λόγου και η σχέση με
επιγενόμενους βαθμούς
Ο Ράμσεϋ κατηγορήθηκε από
πολλούς και δικαίως ως λογοκλόπος, αν και οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η προσβολή
της πνευματικής ιδιοκτησίας δεν εθεωρείτο σημαίνον παράπτωμα (τόσο ηθικό όσο και
νομικό) κατά τον 18ο αιώνα. Το
πρώτο μέρος του Λόγου το οποίο αναφέρεται στις ιδιότητες που πρέπει να έχει ο
Τέκτων θυμίζει τις πρωταρχικές αντιλήψεις του Φενελόν, όπως καταγράφονται στο «Histoire
de la vie de Mess.
François
de Salignac de la Motte Fénelon»[25].
Επίσης, βρίσκουμε πολλές αναφορές οι οποίες
έχουν ληφθεί από την αγγλική τεκτονική βιβλιογραφία της εποχής[26].
Ο γεμάτος ενθουσιασμό λόγος
του Ράμσεϋ είχε ευρύτατη απήχηση και μεγάλη επιτυχία στους τεκτονικούς κύκλους
της εποχής. Προκάλεσε ζωηρές συζητήσεις και απότοκος αυτού είναι το γεγονός ότι
ο Ντιντερό (Diderot), το 1741, άρχισε το έργο του αναφερόμενος στον
λόγο του Ράμσεϋ. Το έργο δεν ήταν άλλο από τον πρώτο τόμο της Εγκυκλοπαίδειας
που τελικώς εξεδόθη το 1751. Στην πραγματικότητα οι υποδείξεις του Ράμσεϋ
εδράζονται στην παρατήρηση ότι Τεκτονισμός επέζησε και διετηρήθη –παρά τις
όποιες αντιξοότητες- χάριν της πιστής τήρησης των παραδόσεων, των εθίμων και
των τυπικών του. Αυτά έχουν υποχρέωση οι Τέκτονες όλων των εποχών να
διαφυλάξουν, εάν επιθυμούν να διατηρήσουν την αίγλη του και να συνεχίσουν το
ανθρωπιστικό του έργο, ήτοι το έργο της καλλιέργειας και της ευρύτερης διάδοσης
της Δικαιοσύνης, της Ελευθερίας, της Αδελφότητας, της Ειρήνης, της Αλήθειας και
της Αγάπης.
Αποτελεί διαδεδομένη άποψη,
στους τεκτονικούς ιστορικούς κύκλους, ότι στον Ράμσεϋ οφείλεται η εισαγωγή των
ανώτερων βαθμών. Ορισμένοι μάλιστα ιστορικοί του αποδίδουν μομφή για την πρόκληση
σύγχυσης στον Ελευθεροτεκτονισμό ως σύστημα, λόγω της ίδρυσης των διαφόρων
επιγενομένων Ιπποτικών Ταγμάτων, τα οποία ήταν ετερόκλητα με τις αρχές του
Τάγματος και τα πρώτα χρόνια προκάλεσαν χαώδη κατάσταση. Οι τέκτονες ιστορικοί Findel,
Ragon και Mackey θεωρούν πράγματι τον
Ράμσεϋ ως τον πατέρα των ανώτερων τεκτονικών βαθμών. Οι Gould, Naudon
και Lindsay διαφωνούν. Μάλιστα, ο Lantoine αναφέρει ότι «ο Ράμσεϋ ουδόλως ανεμίχθη στην ίδρυση των
ανώτερων βαθμών». Μάλιστα, ο ίδιος ιστορικός, κάνοντας μια ευρύτερη
αποτίμηση της προσωπικότητάς του, χαρακτηρίζει τον Ράμσεϋ ως ιδεολόγο, ο οποίος
εισήλθε στον Τεκτονισμό ενδεχομένως για να βοηθήσει δι’ αυτού στην αποκατάσταση
των Στιούαρτ, αλλά αργότερα με την πάροδο του χρόνου κατανόησε ότι η οργάνωση
αυτή «έπρεπε να χρησιμοποιηθεί διά την
υπεράσπισιν και διάδοσιν ενός υψηλότερου ιδανικού». Πράγματι, είναι αλήθεια
ότι Ράμσεϋ κατηγορήθηκε ότι θέλησε να «υποτάξει» τον Τεκτονισμό στην Καθολική
Εκκλησία και να αναμίξει τα τεκτονικά τυπικά με τα τελετουργικά της καθολικής
λατρείας. Και τούτο το έπραξε όχι μόνον για θρησκευτικούς, αλλά και για
πολιτικούς λόγους, δηλαδή για να δημιουργήσει μια «φάλαγγα», η οποία θα
βοηθούσε τον παλαιό του μαθητή, τον Κάρολο Εδουάρδο Στιούαρτ, να ανακτήσει τον
Αγγλικό θρόνο.
Η αλήθεια φαίνεται να είναι
κάπου στη μέση. Πράγματι, ο Ράμσεϋ, ήταν Ιακωβίνος, οπαδός των Στιούαρτ. Πολλοί
ιστορικοί, μάλιστα, θεωρούν ότι σκοπός του λόγου του, ο οποίος κατ’ ουσίαν
εξυμνεί τους Σταυροφόρους και ανάγει την καταγωγή του Τεκτονισμού στους Αγίους
Τόπους, ήταν να κινήσει το ενδιαφέρον των Γάλλων ευγενών για την υπόθεση των
Ιακωβίνων. Όσο και αν όλα αυτά είναι για πολλούς ιστορικούς υποθέσεις και
μόνον, ουδείς αμφισβητεί ότι ο Ράμσεϋ ήταν ένθερμος υποστηρικτής των Στιούαρτ
και ενδεχομένως να είχε κατά νου να δημιουργήσει έναν «Τεκτονισμό των
Ιακωβίνων», εν αντιθέσει προς τον «Αγγλικό Τεκτονισμό» που υποστήριζε τον οίκο
του Άννοβερου για τον αγγλικό Θρόνο.
4. Μυθολογία και πραγματικότητα
Για πάνω από διακόσια
χρόνια ο Ράμσεϋ θεωρήθηκε ως ο εφευρέτης των «ανώτερων» βαθμών (ακόμα και της
τάξης της Βασιλικής Αψίδος), καθώς και ενός ολόκληρου Τεκτονικού τύπου τον
οποίον υποτίθεται ότι προσπάθησε να εισάγει στο Λονδίνο το 1728 (sic),
δηλαδή ικανό χρονικό διάστημα πριν από τη μύησή του. Μεγάλο μέρος της
αναστάτωσης οφείλεται στο χειρόγραφο του Fessler με τίτλο «Ιστορία του
Ελευθεροτεκτονισμού», το οποίο φέρει ημερομηνία 1802. Σύμφωνα με αυτό, στους
υπάρχοντες τρεις βαθμούς του αγγλικού Τεκτονισμού ο Ράμσεϋ υποτίθεται ότι
προσέθεσε και αυτόν του «Ιππότου του Αγίου Ανδρέα της Ακάνθης» («Knight
of St. Andrew of
the Thistle»). O Τhory
εξωράισε τις αναφορές του Ramsay στο έργο του «Acta
Latomorum» και ανερυθρίαστα έγραψε ότι «το 1728 ο Ράμσεϋ δημιούργησε ένα σύστημα τεσσάρων ανώτερων βαθμών»[27].
Πάντως, η αβάσιμη αυτή θεωρία μάλλον διαδόθηκε ευρέως από τον τελευταίο, ο
οποίος χωρίς καμία ιστορική πηγή στη διάθεσή του ανέφερε ότι «το έτος 1728 ο Ιππότης Ράμσεϋ έθεσε στο
Λονδίνο τα θεμέλια ενός τεκτονικού συστήματος καταγόμενο από τις Σταυροφορίες
και του οποίου η επινόηση πρέπει να αποδοθεί στον Godefroy de Bouillon. Επικεφαλής του αληθούς τούτου Τάγματος ήταν η Στοά
του Αγίου Ανδρέα στο Εδιμβούργο, όπου φοιτούσαν οι απόγονοι των Ιπποτών που
έλαβαν μέρος στις Σταυροφορίες. Ο Ράμσεϋ καθιέρωσε τρεις βαθμούς: του Σκώτου,
του Μαθητού και του Ιππότου του Ναού». Αν και πολλοί αναπαρήγαγαν άκριτα τα ως άνω και συνεχίζουν να τα
αναπαράγουν, ορισμένοι ιστορικοί όπως ο Gould εξ αρχής απέρριψαν τη
θεωρία αυτή[28].
Εσώφυλλο
από το βιβλίο Acta Latomorum του Τhory
|
Ο Naudon παρατηρεί ότι ο Ράμσεϋ ήταν
αυτός που «μετέφερε την ευαίσθητη και
γλυκιά πίστη καθώς και τον ευαγγελικό καθολικισμό του Φενελόν στον (Σκωτικό)
Τεκτονισμό». Αυτό είναι ακριβές υπό την έννοια της αναμφισβήτητα μεγάλης
επίδρασης που άσκησε πάνω του ο Φενελόν, αλλά και εξ ίσου διφορούμενο μιας και
ο Τεκτονισμός, που εδέχθη την όποια επίδραση του Ράμσεϋ, θα μπορούσε να
χαρακτηρισθεί εξ ίσου ορθά γαλλικός και αυτό χάρη στη γεωπολιτική, αλλά και τη
φιλοσοφική, του εξέλιξη και άνθηση.
Επιμύθιο
Ίσως η πιο σημαντική
υπηρεσία του Ράμσεϋ στον Τεκτονισμό είναι ότι με τον Λόγο του προσέφερε έναν
πραγματικό καταστατικό χάρτη, ο οποίος είναι απαλλαγμένος από αρχές και τυπικές
αναφορές, αλλά ενσωματώνει –στην ουσία του- έναν γενικό κώδικα σκέψης και
δράσης. Σήμερα, ο Λόγος του Ράμσεϋ δεν παύει να αποτελεί ένα κλασσικό κείμενο
στην τεκτονική ιστορία και βιβλιογραφία, το οποίο περιέχει πολύτιμες
παραινέσεις και υποθήκες. Καταδεικνύει έναν άνθρωπο γνωσιολογικά αυτάρκη,
ιδεολόγο, ο οποίος –παρά τις πολιτικές του πεποιθήσεις- κατανοεί την ανάγκη
διάδοσης ενός «υψηλότερου ιδανικού» από την πολιτική. Ήτοι, τη μεγαλοψυχία, την
αγάπη, την αδελφοσύνη και την ηθική. Η άμεση σχέση του με τους ανώτερους
βαθμούς του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου ορθώς πρέπει να
αμφισβητηθεί και να απορριφθεί, χωρίς όμως να παραγνωρισθεί η ενδεχόμενη
συμβολή του Λόγου του στη σκέψη άλλων τεκτόνων οι οποίοι συνέβαλαν αργότερα
στην εισαγωγή και υιοθέτηση αυτών.
Βιβλιογραφία
Βιβλία -
Άρθρα
Λογοθέτης M., Τεκτονικό Δελτίο
Πυθαγόρας, τόμος Ε, 1987, 111.
Anderson J., The Constitutions of the
Freemasons, 1723, Facs. ed. London,
1976.
Batham G., Chevalier Ramsay – A new Appreciation. AQC 81, 1968, 280-315.
Bernheim Α.,Contribution à la
connaissance de la genèse de la première Grande Loge de France, Villard de
Honnecourt, X,
1974, 30-32, 83-85.
Bernheim A., Letter
[about Ramsay] to the Editor, Heredom, 5,
1997, 7-16.
Bernheim A., Ramsay
and his Discours revisited. Conference Lodge of Research N° CC (GL
of Ireland), Dublin,
8 February 2003, (http://www.freemasons-freemasonry.com/bernheim_ramsay01.html).
De Bonneville, Les Jésuites chassés de la Maçonnerie et leur poignard brisé par les Maçons,
1788.
Carr Η., The Early French Exposures, London, 1971.
Chérel A., Histoire de l’idée de tolérance. Un aventurier religieux au XVIIIe
siècle. André-Michel Ramsay, Paris, 1926.
Chevallier P., Les ducs sous l'acacia, Paris,
1964 (Reprint 1994).
Clavel F.T.B., Histoire pittoresque de la Franc- Maçonnerie
et des Sociétés secrètes anciennes et moderns, Paris, 1843.
Crawley Dr. W.J.Ch., The Templar
Legends in Freemasonry. III. Templaria Commenticia. Chevalier Andrew Michael
Ramsay. AQC 26, 1913,
60-63.
Gould R.F., History of Freemasonry,
vol. III, 1886.
Henderson G.D., Chevalier Ramsay, Thomas Nelson and
Sons, London,
1952.
Kahler L., Andrew Michael Ramsay and his Masonic Oration, Heredom 1, 1992, 19-59.
Lalande, Mémoire sur l’histoire de la Franche-Maçonnerie,
Paris 1774, Reprint 1777 as Mémoire
historique sur la
Maçonnerie in Etat
du Grand Orient de France, Facs. AQC
47 & Chomarat
1982.
Lamoine Α., Le Chevalier de Ramsay’s Oration, 1736-37: Early
Masonry in France.
AQC 114, 2002, 226-237, (Norman B. Spencer Prize Essay 2001).
Lantoine Α., Le Rite
Ecossais ancien et accepté, 1930.
Mackey A.G., Encyclopedia of Freemasonry (2d ed.), 1917.
Naudon P., Histoire, Rituels et Tuileur
des hauts grades maçonniques, Paris, 1984.
Ragon J.-M., Orthodoxie Maçonnique,
Paris, 1884.
Sitwell N.S.H., Transactions, Lodge No.
CC., 1928, (printed 1941), 41-43.
Thory C.A., Acta Latomorum, I-II,
1815.
Weil F., Ramsay et la
Franc- Maçonnerie, RHLF,
1963, 72-278.
Weil F., La
Franc-maçonnerie en France jusqu’ en 1755. Transactions
of the first International congress on the Enlightment, Institut et Musée
Voltaire. Les Délices. Genève, 1963, 1787-1815.
Χειρόγραφα
Discours de Mr Le Cher de Ramsay Prononcé a la Loge de St jean le 26 Xbre,
Bibliothèque municipale
d’Epernay. ms 124, 1736, tome XXXVI.1
Discours prononcé à la réception des francs-maçons,
par M. de Ramsay, grand orateur de l’Ordre, Bibliothèque municipale de Toulouse. Ms 1213, f° 1-7.2
Annecdotes de la Vie de Messire André de Ramsay, Chevalier Baron,
ou plutôt baneret d’Ecosse,
dictées par lui-même peu de jours avant sa mort, pressé par les instances
réitérées de son épouse, Bibl. Méjanes, Aix-en-Provence, ms 1188 (417 R
852). 4
[1] Πρβλ. Alain Bernheim, Ramsay and his Discours Revisited, η εργασία παρουσιάσθηκε στην
Ερευνητική Στοά, υπ’ αριθ. 200, της Μεγάλης Στοάς της Ιρλανδίας, στο Δουβλίνο, την
8η Φεβρουαρίου 2003. Πρβλ. τον ίδιο, Ramsay et ses deux discours,
Editions Télètes, Paris, 2012, 12-13. Βλ. και Λογοθέτη Μ., Ο Ιππότης Ανδρέας Μιχαήλ Ράμσεϋ,
Τεκτονικό Δελτίο Πυθαγόρας, τόμος Ε’, 1987, 111.
[2] Η πόλη Άυρ βρίσκεται λίγα
μίλια από την πόλη Kilwinning.
[3] Ο Καλβινισμός είναι το
δόγμα που ανέπτυξε ο Γάλλος θεολόγος Ιωάννης
Καλβίνος
(1509-1564). Πρόκειται για σύστημα θρησκευτικό και πολιτειακό, που αφορά στη
δογματική του Χριστιανισμού, τη λατρεία αλλά και την
κοινωνικοπολιτική διαμόρφωση, όπως παρουσιάζεται μέσα από τη διδασκαλία του
Καλβίνου που ήταν μαθητής και συνεργάτης του Μαρτίνου
Λούθηρου.
Ο Καλβινισμός ακολουθώντας την Προτεσταντική διδασκαλία, δέχεται μόνο
την Αγία
Γραφή την
οποία θεωρεί αυθεντία, και απορρίπτει τις παραδόσεις, με τις οποίες θεωρεί πως
αντιφάσκει η Γραφή. Ο Καλβινισμός δεν δέχεται την μυστηριακή φύση των τελετών
της εκκλησίας. Στον Καλβινισμό βασίζεται κατά κύριο λόγο, η Πρεσβυτεριανή και η
Μεταρρυθμιστική Εκκλησία.
[4] Βλ. Gould R.F., History of Freemasonry, vol. III,
1886, 5.
[5] O εγγονός του, James 5ος
Δούκας του Wemyss, εξελέγη Μεγάλος Διδάσκαλος της Μεγάλης Στοάς της Σκωτίας το
1743.
[6] Βλ. Ramsay A. M., Histoire de la vie de Mess. François de Salignac de la Motte Fénelon,
102. To συγκεκριμένο βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το
1723 στο Παρίσι και ανατυπώθηκε το 1724 στις Βρυξέλες, από την οποία έκδοση
είναι και η σχετική παραπομπή.
[7] Ο Φρανσουά Φενελόν (François de Salignac de la Mothe-Fénelon,
1651-1715) ήταν Γάλλος ιερωμένος, θεολόγος και συγγραφέας, γνωστός κυρίως για
το έργο του το 1699 με τίτλο «Les
Aventures de Télémaque» («Οι
περιπέτειες του Τηλέμαχου»).
[8] H Jeanne-Marie Bouvier de la Motte-Guyon (Madame Guyon) (1648 – 1717) ήταν γαλλίδα μυστικίστρια και μία
από τις υπέρμαχους του κινήματος του Ησυχασμού.
[9] Το Τάγμα του Αγίου Λαζάρου
(Ordo Militaris et
Hospitalis Sancti Lazari Hierosolymitani)
ιδρύθηκε το 1098 στην Ιερουσαλήμ από Σταυροφόρους, με κύριο σκοπό την προάσπιση
των αδυνάτων και την περίθαλψη των ασθενών, ιδίως των λεπρών. Βλ. σχετ. Coutant de Saisseval
G., Les Chevaliers de Saint Lazare de 1789 à 1930, Drukkerij, Weimar by the
Hague, άνευ χρονολογίας.
[10] O Iάκωβος
Φραγκίσκος Εδουάρδος Στιούαρτ (James Francis
Edward Stuart) γεννήθηκε στο Λονδίνο το
1688 και πέθανε στη Ρώμη το 1766. Ήταν πρίγκιπας της Σκωτίας και κύριος
μνηστήρας (Pretender) του θρόνου της Αγγλίας. Ήταν γιος του Ιακώβου Β’
της Αγγλίας και της Μαρίας της Μοντένα. Όταν ο πατέρας του ανατράπηκε από τον
Γουλιέλμο της Οράγγης, φυγαδεύτηκε μαζί με τη μητέρα του στη Γαλλία, όπου, λίγο
αργότερα, έφτασε και ο Ιάκωβος Β’, ως πολιτικός πρόσφυγας. Μετά τον θάνατο του
πατέρα του, ο Ιάκωβος αναγνωρίστηκε από τον Λουδοβίκο ΙΔ’, τον βασιλιά της
Ισπανίας και τον δούκα της Σαβοΐας ως νόμιμος βασιλιάς της Αγγλίας.
[11] Henderson G.D.,
Chevalier Ramsay, Thomas Nelson
and Sons, London
1952, 93.
[12] Ό.π.,
104.
[13] Πρβλ. Gould R.F., ό.π., 8.
[14] Κατά άλλους η Στοά λεγόταν «Old Horn».
[15] Η πρώτη αναφορά για την
ημερομηνία μύησης του Ράμσεϋ έγινε το 1928. Βλ. Rev. Oxford No 4, An Introduction to the History of the Royal Somerset
House and Inverness Lodge, 1928, 16. Πρβλ. και Sitwell
N.S.H., Transactions for the year 1928,
Lodge No. CC, 42. Αντίθετη
άποψη είχε εκφράσει ο Chetwode (Crawley, Dr. W.J. Chetwode 1913, The Templar
Legends in Freemasonry, III, Templaria Commenticia, Chevalier Andrew Michael
Ramsay, AQC 26, 61). Ο Α. Lantoine στο βιβλίο του Le Rite Ecossais ancien et
accepté, Paris,
1930, 48, υποστηρίζει ότι μυήθηκε
το 1736.
[16] Η αναφορά έχει επί λέξει «[ο]n Monday night last (16 March) at the Horn Lodge in the Palace Yard,
Westminster (whereof his Grace the Duke of Richmond is Master) there was a
numerous appearance of persons of distinction; at which time the Marquis of
Beaumont, eldest son and heir apparent to the Duke of Roxburghe; Earl Kerr of
Wakefield, a peer of Great Britain; Sir Francis Henry Drake, Bart., the Marquis
de Quesne; Tomas Powel of Nanteos, Esq., the Chevalier Ramsay; and Dr. Misanbin,
were admitted members of the Ancient Society of Free and Accepted Masons».
[17] Βλ. και
Chambers, Biographical Dictionary of Eminent Scotsmen, 1835, vol. iv, 137. Κατά τον
Naudon P., Histoire, Rituels et
Tuileur des hauts grades maçonniques, Paris, 1984, η εκλογή του πιστοποιεί τους δεσμούς που διατηρούσε ο Ράμσεϋ με τους αγγλικανικούς κύκλους, ό.π., 51.
[18] Henderson G.D., 185-186.
[19] Ό.π.
[20] Αναφέρεται από πολλούς τέκτονες ιστορικούς
ότι ο Chevallier ήταν τέκτων,
αλλά αυτό δεν είναι ορθό.
[21] Βλ
Chevallier P., Les ducs sous l'acacia, Paris
1964.
[22] Βλ.
Lantoine Α., Le Rite Ecossais ancien et
accepté, 1930, 16 και επ. Πρβλ. και Sitwell N.S.H, Transactions, Lodge
No. CC., 1928, (printed 1941), 43.
[23] Η
δημοσίευση εκεί έγινε το 1741 (ή το 1743).
[24] Κατ’ ουσίαν ο Ράμσεϋ
δεχόμενος τα ανωτέρω και αποδίδων την ίδρυση του Τεκτονισμού στους Ιππότες του
Αγίου Ιωάννου, θέλησε να θεμελιώσει την αναφορά του Αγίου Ιωάννου ως προστάτη
των συμβολικών Στοών. Όμως, παρέλειψε να αναφέρει κάτι για την καταγωγή του
Τεκτονισμού από τους Ιππότες του Ναού. Βλ. Λογοθέτη Μ., 113.
[25] Πρβλ. ιδίως τα αποσπάσματα που
καταγράφονται στις σελίδες 152 και 168.
[26] Βλ. κυρίως τα αναφερόμενα
σε ένα ανώνυμο φυλλάδιο το οποίο κυκλοφόρησε το έτος 1730 και δημοσιεύθηκε στην
εφημερίδα Daily Post του Λονδίνου στις 15
Δεκεμβρίου του 1715, ως απάντηση σε όσα αναφέρονταν στο αποκαλυπτικό κείμενο
του Prichard με τίτλο «Massonry Dissected».
To κείμενο του φυλλαδίου αναφέρεται αυτούσιο στο βιβλίο των Knoop,
Jones & Hamer, Early Masonic
Catechisms, 210-225. Βλ.
και Bernheim A., Ramsay and his Discours
revisited ό.π.
[27] Να θυμίσουμε ότι η πρώτη εμφάνιση
«ανώτερων» βαθμών γίνεται στις 11 Δεκεμβρίου του 1743 με τον βαθμό υπό το όνομα
«Σκώτος Διδάσκαλος» και βρίσκεται στις Γενικές Διατάξεις της Μεγάλης Στοάς της
Γαλλίας, χωρίς όμως εν τοις πράγμασι του να αναγνωρίζεται κανένα τεκτονικό προβάδισμα.
Naudon P., ό.π., 53.
[28] Βλ. Gould R.F.,
ό.π., 79 και ιδίως υποσημείωση 4 και 91.