Oswald Wirth

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

Ο Joseph Paul Oswald Wirth (Ιωσήφ Παύλος Όσβαλντ Βιρτ) γεννήθηκε στις 5 Αυγούστου του 1863 στη μικρή πόλη Brienz της Ελβετίας, από πατέρα δημοκρατικό και μητέρα βαθιά θρησκευόμενη καθολική. Από τα τρία αδέλφια του τα δύο πέθαναν σε πολύ μικρή ηλικία, ο δε μεγαλύτερος αδελφός του Edward σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης το 1894. Δεν γνωρίζουμε πολλά για την παιδική και νεανική του ηλικία, παρά μόνον ότι σε ηλικία 19 ετών, στις 13 Νοεμβρίου του 1982, κατατάσσεται στο 106ο Σύνταγμα Πεζικού για να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία. Γράφει: «… πλήττω τρομερά σε αυτό το περιβάλλον όπου η διανόηση έχει εξοστρακισθεί … Για να γλυτώσω δεν έχω παρά μόνον μία λύση: να γίνω ελευθεροτέκτων».

Πράγματι, μυείται στον Τεκτονισμό προτού ακόμα κλείσει τα 21 του χρόνια, στις 26 Ιανουαρίου του 1884, στη Στοά La Bienfaisance Châlonnaise της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας (Grand Orient), στην πόλη Châlons-sur-Marne όπου εδρεύει το Σύνταγμά του. Έχει την τύχη να βρει στην μικρή αυτή επαρχιακή Στοά ικανούς διδασκάλους, από τους οποίους μαθαίνει πολλά για τον μυστικισμό, την υψηλή μαγεία και τον αποκρυφισμό.

Μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας και, συγκεκριμένα, το έτος 1886 θα εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι για να εργασθεί στην αρχή ως δημόσιος υπάλληλος και μετά ως υπουργικός βιβλιοθηκάριος στο Υπουργείο Οικονομικών. Την ίδια χρονιά θα υιοθετηθεί από τη Στοά Amis Triomphants της Μεγάλης Ανατολής. Την εποχή εκείνη ασχολείται με τον μαγνητισμό και την αστρολογία και το ίδιο έτος γνωρίζει τον Stanislas de Guaita, τον αδιαμφισβήτητο διδάσκαλο του νέου ρεύματος του αποκρυφισμού και ιδρυτή του Ροδοσταυρικού Καββαλιστικού Τάγματος (Ordre Kabbalistique de la Rose-Croix). Στο ίδιο Τάγμα συμμετέχουν και οι Paul Adam, Joseph Péladan και Papus. Σύντομα, αναλαμβάνει χρέη γραμματέα του de Guaita, αποκτά δε ενεργό ρόλο στο Ύπατο Συμβούλιο του Τάγματος.

Γράφει ο Wirth για τη γνωριμία του με τον de Guaita: (…) η αρχή της σχέσης μου με τον Stanislas de Guaita υπήρξε για μένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός. Έγινα ο φίλος του, ο γραμματέας του, ο συνεργάτης του. Η βιβλιοθήκη του ήταν πάντα στη διάθεσή μου και o ίδιος έγινε για μένα ο δάσκαλός μου στην Καββαλά, στη μεταφυσική, αλλά και στην ίδια τη γαλλική γλώσσα. Ο de Guaita ανέλαβε να μου αναμορφώσει τον τρόπο ζωής, να με προετοιμάσει φιλοσοφικά, να με μάθει ακόμα και να γράφω ευανάγνωστα (από την αφιέρωση του έργου «Le Taro des imagiers de Moyen Âge»).

Το έτος 1887, παρακινούμενος από έναν παλαιό σύντροφο και αδελφό, τον Ferdinand Baudel, συμμετέχει στις εργασίες της Στοάς Travail et Vrais Amis Fidéles υπό τη Μεγάλη Συμβολική Στοά του Σκωτικού Τύπου της Γαλλίας (Grand Loge Symbolique Ecossaise) της οποίας αναλαμβάνει την πρώτη σφύρα το έτος 1890. Εν συνεχεία, συμμετέχει ως ιδρυτικό μέλος στη δημιουργία της Μεγάλης Στοάς της Γαλλίας (Grande Loge de France) στην οποία θα μείνει πιστός μέχρι τον θάνατό του.

Το 1889, με την έκδοση ενός μανιφέστου υπό την αιγίδα του Τεκτονικού Ομίλου Μυητικών Μελετών (Groupe Maconnique dEtudes Initiatiques) στον οποίον συμμετείχαν τέκτονες από όλες τις τότε υπάρχουσες γαλλικές δικαιοδοσίες, θα διακηρύξει με σαφήνεια την αντίθεσή του για την κρατούσα ερμηνεία του τεκτονικού συμβολισμού. Η συγκεκριμένη ομάδα θέτει ως σκοπό την αναδιοργάνωση του γαλλικού Τεκτονισμού «μέσα από τη μείζονα πρακτική της μυήσεως», «τη διάνοιξη μιας οδού αμοιβαίων σχέσεων με τον αγγλο-σαξωνικό Τεκτονισμό», καθώς και την «ανάδειξη του μυητικού συμβολισμού ως συνδέσμου μεταξύ των τεκτόνων και της θύραθεν κοινωνίας, προκειμένου ο Τεκτονισμός να εκπληρώσει διά των μελών του τα ύψιστα δημοκρατικά του καθήκοντα».

Ο Wirth, έτσι, αποσκοπεί στην διαφοροποίηση της παραδοσιακής αντίληψης και τη εγκαθίδρυση μιας διττής προσέγγισης για τους τέκτονες: εις βάθος εκπαίδευση των μυημένων στη Βασιλική Τέχνη και ταυτόχρονη βελτίωση της κοινωνίας. Ο Όμιλος θα εκδώσει και το πρώτο έργο του Wirth με τίτλο «Ερμηνευτικό Τυπικό για τον Βαθμό του Μαθητού» («Rituel interprétatif pour le grade d’ apprenti»), το οποίο θα αποτελέσει το πρόπλασμα για την έκδοση του «Βιβλίου του Μαθητού» («Livre de l’ apprenti») to 1893. Θα ακολουθήσουν, μεταξύ πολλών άλλων, τα βιβλία του: «Τα Ταρώ» («Les Tarots») (1911), «Το Βιβλίο του Εταίρου» («Le Livre du compagnon») (1912), «Το Βιβλίο του Διδασκάλου» («Le Livre du maître») (1922), «Τα Μυστήρια της Βασιλικής Τέχνης» («Les Mystères de l’ Art Royal») (1932), «Ο Αστρολογικός Συμβολισμός» («Le Symbolisme astrologique») (1938). Πλείστα είναι και τα άρθρα που θα δημοσιεύσει στις επιθεωρήσεις «L’ Acacia», «La Lumiere», καθώς και στο περιοδικό «Le Symbolisme», το οποίο εκδίδει ανελλιπώς από το 1912 έως τον θάνατό του ως επίσημο όργανο της «Παγκόσμιας Κινήσεως για την Αναγέννηση της Μυητικής και της Ελευθέρας Τεκτονικής».

Το 1904 θα μυηθεί στον 4ο βαθμό του Αρχαίου και Αποδεδεγμένου Σκωτικού Τύπου (Α.Α.Σ.Τ.) και παρ’ όλο που ποτέ δεν ένιωσε ιδιαίτερη έλξη για τους λεγόμενους «ανώτερους» βαθμούς, θα συνεχίσει στον Σκωτικό Τύπο και, τελικώς, θα ανυψωθεί στον 33ο και τελευταίο βαθμό του Α.Α.Σ.Τ. το έτος 1935, παραμένοντας μέλος του Υπάτου Συμβουλίου του Α.Α.Σ.Τ. της Γαλλίας μέχρι τον θάνατό του. Τα χρόνια αυτά, η μητρική γνώση της γερμανικής γλώσσας τον ωθεί να εργασθεί για την προσέγγιση των γαλλικών και γερμανικών τεκτονικών δυνάμεων, παρά τη συγκυρία της πολιτικής έντασης και των υπαρχουσών πολεμικών συγκρούσεων.

Ο Wirth, από τις πρώτες κιόλας παρεμβάσεις που θα κάνει στα τεκτονικά ειωθότα με τα έργα του, θα τονίσει την πνευματικότητα του Τεκτονισμού, η οποία πρέπει να συνδυασθεί με την ενδιάθετη προοδευτικότητά του ως θεσμού, αλλά και την ανάγκη υποστήριξης και ανάπτυξης των μικτών ταγμάτων. Θα αντιταχθεί, ταυτόχρονα, στις δικαιοδοσίες που υιοθετούν πολιτικές θέσεις και υποθάλπουν πολιτικά κινήματα και θα καλέσει τους τέκτονες να μην συγχέουν το τεκταινόμενα εντός του Ναού με την ανάγκη ικανοποίησης της πολιτικής τους φύσης ως κοινωνικά όντα, χωρίς όμως να αποκλείει την ανάγκη εργασίας και προς αυτήν την κατεύθυνση.

Για τον Wirth «ο τεκτονικός Ναός είναι προορισμένος από τη φύση του να προφυλάσσει υπό τον έναστρο θόλο του ολόκληρη την Ανθρωπότητα». Διά τούτο, κάθε Μεγάλη Στοά οφείλει να εκτελεί τα τυπικά της «υπό τον γνώμονα της διάνοιας και της λογικής», προκειμένου να «παιδεύσει σκεπτόμενους τέκτονες και να εξασφαλίσει το μέλλον της Δημοκρατίας». Σε περίπτωση που από κάποια τεκτονική δικαιοδοσία λείπει η επιθυμητή αριθμητική ποσότητα όσον αφορά στα εγγεγραμμένα μέλη, «οφείλεται η απόδοση προτεραιότητας στην ποιότητα».

Αυτή η, κατ’ αρχήν, ελιτίστικη στη βάση της αρχή δεν δημιούργησε παρά μόνον έναν μικρό απόηχο, με την πάροδο όμως των ετών οι απόψεις αυτές θα υιοθετηθούν ως αντίληψη μιας μεγάλης μερίδας τεκτόνων, ανεξαρτήτως φιλοσοφικής μεθόδου εργασίας ή κανονικότητας.

Ο Wirth επεδίωξε την προσέγγιση των συμβόλων των τεκτονικών τύπων με γνώμονα την καββαλιστική ερμηνευτική, τον ερμητισμό, τον αποκρυφισμό και τη μυητική παράδοση των αρχαίων μυστηρίων. Για τον Wirth κάθε βαθμός «θέτει τον τέκτονα σε μια μυητική οδό, προκειμένου να τον καταστήσει άνθρωπο σκεπτόμενο και συνετό». Οι καθαρμοί στους οποίους τελετουργικά υπόκειται ο Μαθητής τού επιτρέπουν να ατενίσει το Φως, στον δε βαθμό του Εταίρου ο τέκτων μαθαίνει να πράττει σύμφωνα με τον ορθό Λόγο, εμποτισμένος εξ ολοκλήρου από το φως της Γνώσης. Στον βαθμό, τέλος, του Διδασκάλου ο τέκτων καθίσταται εστία φωτός, «μύστης τέλειος» ή, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Wirth, «τέκνο του Ανθρώπου του Ευαγγελίου». Συνακόλουθα, η εργασία της τελειοποίησης στον Τεκτονισμό «αναπαριστάται όπως το μεγάλο έργο των ερμητικών φιλοσόφων».

Καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του ο Wirth αρνείται να προσδώσει έναν δογματικό ορισμό στην έννοια του Μεγάλου Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος, τον οποίο θεωρεί ως τον «κλειδόλιθο» του τεκτονικού οικοδομήματος και όχι ως μία αφηρημένη έννοια ή ένα αντικείμενο λατρευτικής παράδοσης ή «πνευματικής επιτήδευσης». Επίσης, καθ’ όλη τη μακρά τεκτονική του πορεία υπήρξε αντίθετος σε κάθε μορφή «τεκτονικής ορθοδοξίας», όπως είχε χαρακτηρίσει την οικεία φιλοσοφική προσέγγιση μισό αιώνα πριν από αυτόν ο Ragon, προσβλέποντας στην πνευματικότητα του Τεκτονισμού, «η οποία αψηφά κάθε κριτική».

Ο Wirth μετέστη εις Αιωνία Ανατολή στις 9 Μαρτίου του 1943 στην Mouterre –sur- Bourde και ετάφη στο μικρό κοιμητήριο της πόλης. Σήμερα, μολονότι για πολλούς συγγραφείς το έργο του θεωρείται απαρχαιωμένο και ασύμβατο με την παγκόσμια εικόνα του «σύγχρονου» Ελευθεροτεκτονισμού, παραμένει -όπως και το έργο του Guénon ή του Plantagenêt- γνώμονας αρχετυπικής, αλλά και διά βίου, ερμηνευτικής προσέγγισης της Βασιλικής Τέχνης για χιλιάδες τέκτονες. Τα λόγια του παραμένουν επίκαιρα και ιδίως αληθινά:

«…υπάρχει ένας εξωτερικός Τεκτονισμός, για τον οποίο δεν είμαστε υπεύθυνοι … Στη δική μας ευθύνη ανήκει η προσπάθεια να καλλιεργήσουμε στον εσώτερο εαυτό μας το αγνό τεκτονικό ιδεώδες. Καθένας από εμάς ας εργασθεί για τον σκοπό αυτό και το Μεγάλο Έργο θα εκπληρωθεί».

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου